Tους λόγους για τους οποίους η χώρα του δέχθηκε να αλλάξει το όνομά της εξηγεί με άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde ο υπουργός Εξωτερικών της πΓΔΜ Νίκολα Ντιμιτρόφ.
“Αποφασίσαμε να μην είμαστε σκλάβοι της ιστορίας μας: Σε συμφωνία με την Ελλάδα, το κράτος μου δέχεται να προσθέσει στην ονομασία του έναν γεωγραφικό προσδιορισμό (…) Ας είμαστε εντελώς ξεκάθαροι: Δεν σκεφτήκαμε ποτέ μας ότι η Δημοκρατία της “Μακεδονίας”, ενός ειρηνικού κράτους των Βαλκανίων, που κατάφερε να βγει και αξιοπρεπώς από την κόλαση του πολέμου της πρώην Γιουγκοσλαβίας, θα μπορούσε ποτέ να συνιστά απειλή για οποιονδήποτε ή ότι το όνομά της συνεπάγεται εδαφικές ή άλλες αξιώσεις απέναντι στους φίλους μας τους Έλληνες. Ωστόσο, η πραγματικότητα μας έδειξε ότι η Ελλάδα ερμηνεύει διαφορετικά το όνομά μας” γράφει μεταξύ άλλων ο Νίκολα Ντιμιτρόφ και συνεχίζει:
“Περάσαμε ένα τέταρτο του αιώνα συζητώντας, προσπαθώντας να πείσουμε την άλλη πλευρά, φιλονικώντας για τον όρο “Μακεδονία”. Στο μεταξύ, τα τρένα περνούσαν. Από καλός μαθητής των Βαλκανίων, η “Μακεδονία” έμεινε στο περιθώριο της ενταξιακής διαδικασίας. Αντί να πάρουμε τη θέση που μας αναλογεί ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, πηγαίνουμε από τη μία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην άλλη, από τη μία Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην επόμενη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ελάχιστη σημασία έχει η συμπεριφορά μας, ελάχιστη σημασία έχουν οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήσαμε, όσο το ζήτημα του ονόματος παραμένει “ανεπίλυτο”, ματαιοπονούμε. Οι απογοητεύσεις που έχουν συσσωρευτεί επιβράδυναν την πρόοδό μας”.
(…) “Ο μόνος τρόπος για να βγούμε από αυτόν το φαύλο κύκλο είναι να στραφούμε οριστικά και αμετάκλητα προς το μέλλον. Η μόνη μάχη που πρέπει να δώσουμε αφορά τις παρούσες και τις μελλοντικές γενιές. Το δικαίωμα τους να ζουν στη χώρα τους, έχοντας ίσες ευκαιρίες με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού. Ήταν η μόνη μας σκέψη όταν αποφασίσαμε να εισέλθουμε στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, για να επιλύσουμε τη διαφορά μας. Δεν ήταν εύκολο. Ούτε για εμάς, ούτε για τους φίλους μας τους Έλληνες. Το δέντρο της ιστορίας είναι πολύ ψηλό. Ιδίως στα Βαλκάνια. Το πρόβλημα δεν είναι στην αναρρίχηση. Είναι πιο δύσκολο να κατέβει κανείς, διότι τα σκαλιά είναι πολύ στενά. Υπάρχει πραγματικός κίνδυνος πτώσης, χρειάζεται γνώση και τεχνογνωσία, μα πάνω απ’ όλα, χρειάζεται θάρρος”.
(…) “Η συμφωνία με την Ελλάδα απαιτεί πολλά από τη χώρα μου. Αλλά, με αυτήν τη συμφωνία μπορούμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς. Με αυτήν τη συμφωνία διατηρούμε και επιβεβαιώνουμε τις αξίες που είναι ιερές για όλα τα έθνη: την ταυτότητά μας και όσα συνδέονται με εκείνη. Την ίδια στιγμή, κάνουμε μία διάκριση ανάμεσα στην αντίληψή μας και την ελληνική αντίληψη για τη Μακεδονία, με την ελπίδα ότι και οι δύο θα συνεχίσουν να ζουν σε ένα πλαίσιο αναγνώρισης, κατανόησης και αρμονίας. Τελευταίο σημείο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, ανοίγουμε την πόρτα στην πλήρη ένταξη της “Μακεδονίας” στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Ιδού ένα καλό νέο που έρχεται από τα Βαλκάνια. Σε μια εποχή, όπου το κύμα του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού είναι εντονότερο, παντού στον κόσμο, αυτή η ελπίδα δεν πρέπει να χαθεί στην πλημμύρα των κακών ειδήσεων. Περιμένουμε τώρα από την Ευρώπη να αναγνωρίσει ότι κάποιος από τα Βαλκάνια επιδεικνύει ηγετικές ικανότητες και θάρρος, έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και επιθυμεί να συμμετάσχει, με τις υπόλοιπες χώρες – μέλη, στην οικοδόμησή της. Εναπόκειται στην Ευρώπη να επιδείξει το ίδιο θάρρος. Οφείλει να μας τείνει τη χείρα και να δώσει μια ευκαιρία στη χώρα μου, λαμβάνοντας την απόφαση να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Το αξίζουμε” καταλήγει το άρθρο του υπουργού Εξωτερικών της πΓΔΜ.