Πανηγυρική ατμόσφαιρα στη σινο-αφρικανική σύνοδο κορυφής που αρχίζει σήμερα στο Πεκίνο. Σε επίπεδα ρεκόρ οι εμπορικές συναλλαγές με τη «μαύρη ήπειρο», που αυξάνουν την οικονομική και πολιτική επιρροή της Κίνας.
«Είναι η μεγαλύτερη σύνοδος κορυφής όλων των εποχών» θριαμβολογεί ήδη από την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας Ουάνγκ Γι. Το αποκαλούμενο «Φόρουμ Σινο-Αφρικανικής Συνεργασίας» (FOCAC) συγκαλείται στο Πεκίνο ως «μία εκδήλωση παγκόσμιας εμβέλειας, την οποία αναμένουμε με ενθουσιασμό», επισημαίνει ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας. Ο λόγος είναι προφανής, σύμφωνα με τον Ουάνγκ Γι: η συνεργασία είναι επωφελής για όλους.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, διθύραμβοι ακούγονται και στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, ιδιαίτερα στο δίκτυο China Global TV Network (CNTV), που μεταφέρει τις απόψεις της επίσημης Κίνας. Ο Ζεν Χάιπιν, αναλυτής του Κινεζικού Κέντρου Διεθνών Σπουδών, υπενθυμίζει ότι ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, έχει κάνει ήδη τέσσερις περιοδείες στην Αφρική, περισσότερες από κάθε προκάτοχό του. Αυτή η πολιτική αποφέρει καρπούς, υποστηρίζει ο Χάιπιν. Και η αλήθεια είναι ότι το εμπόριο ανάμεσα στην Κίνα και την Αφρική αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς: ενώ το έτος 2000 οι συναλλαγές δεν ξεπερνούσαν τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2018 ανέρχονται πλέον σε 200 δις, ενώ την ίδια στιγμή καταγράφεται στασιμότητα στις εμπορικές συναλλαγές της Αφρικής με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παράλληλα, αυξάνονται συνεχώς οι άμεσες επενδύσεις της Κίνας στη «μαύρη ήπειρο».
Υψηλές προσδοκίες για την εμπορική συνεργασία με την Κίνα εκφράζουν πολλές αφρικανικές χώρες. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών της Λιβερίας, Αουγκούστους Φλόμο, η Κίνα είναι «ένας πολύ σημαντικός εταίρος» που μπορεί να βοηθήσει τη χώρα του ιδιαίτερα στα δημόσια έργα, την επέκταση του δικτύου ηλεκτροδότησης και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Κένυας, Ουχούρου Κενυάτα, δηλώνει στο κινεζικό δίκτυο CGTN ότι «η σύνοδος κορυφής του FOCAC προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για όλους τους συμμετέχοντες. Είναι σαφές για τη χώρα μας, και για ολόκληρη την ήπειρό μας, ότι μόνο πλεονεκτήματα μπορεί να έχει η διεύρυνση της συνεργασίας με την Κίνα. Παράλληλα, ο Κενυάτα δηλώνει θιασώτης του ελεύθερου εμπορίου με την Κίνα: «Εμείς οι Αφρικανοί δεν επιτρέπεται να επιλέξουμε τον απομονωτισμό. Μακροχρόνια, μία πολιτική προστατευτισμού θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τους πολίτες μας», προειδοποιεί.
Διαφορετική άποψη εκφράζει ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας Ρόμπερτ Κάπελ. «Κανονικά, ο Κενυάτα θα έπρεπε να επικρίνει την πολιτική της Κίνας, η οποία καταστρέφει τις αφρικανικές αγορές με τις επιδοτούμενες εξαγωγές της, διατηρώντας τεχνηέντως χαμηλές τιμές σε όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, από ψυγεία και ποδήλατα μέχρι κεριά και ηλεκτρικούς λαμπτήρες», υποστηρίζει. Αυτό το είδος «ελεύθερου εμπορίου» που επικροτεί ο Κενυάτα στην πραγματικότητα έχει σταματήσει κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης στις χώρες της Αφρικής, προσθέτει ο Κάπελ.
Ο γερμανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι οι αφρικανικές χώρες αντιμετωπίζουν έναν ακόμη κίνδυνο, καθώς δανείζονται από την Κίνα τεράστια ποσά για την κατασκευή εμβληματικών έργων υποδομής, όπως η σιδηροδρομική σύνδεση ανάμεσα στην Αντίς Αμπέμπα και το Τζιμπουτί ή από τη Μομπάσα προς το Ναϊρόμπι. Επιπλέον, εντείνεται ο κίνδυνος πολιτικής εξάρτησης. «Η Κίνα υποστηρίζει πάντοτε ότι δεν θέλει να αναμιγύνεται σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο» λέει ο Ρόμπερτ Κάπελ, για να προσθέσει ότι αυτό διαφαίνεται ήδη στο νότιο Σουδάν, όπου η Κίνα συμμετέχει σε ειρηνευτική αποστολή, ή στο Τζιμπουτί, όπου διατηρεί στρατιωτική βάση. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της Ταϊβάν: συνυπολογίζοντας προφανώς τις επιδιώξεις του Πεκίνου όλες οι αφρικανικές χώρες, με εξαίρεση τη Σουαζιλάνδη, έχουν διακόψει τη συνεργασία τους με την Ταϊβάν, την οποία η Κίνα δεν αναγνωρίζει και θεωρεί απλώς «αποσχισθείσα επαρχία» της.