Ο Ρώσος πρόεδρος, μετά το τέλος των συνομιλιών που είχε με τον πρόεδρο της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν Ντερ Μπέλεν,δεν παρέλειψε να επικαλεσθεί ως παράδειγμα αποτελεσματικής και μη χρονοβόρας συνεργασίας, τη συνεργασία της Ρωσίας με την Τουρκία, αναφερόμενος στις δυσκολίες που ανακύπτουν στην Ευρώπη.
«Με τους Τούρκους είναι πιο εύκολο να συνεργαζόμαστε παρά με τους Ευρωπαίους. Ο Ερντογάν αποφασίζει κάτι και το κάνει. Εδώ (στην ΕΕ-σ.σ.) πρέπει να συμφωνήσουν 27 χώρες, επί χρόνια μασάμε την τσίχλα και τίποτα δεν συμβαίνει. Αυτό είναι θλιβερό» είπε ο Πούτιν. Παρόλα αυτά, υπογράμμισε ο Ρώσος πρόεδρος, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εταίρος της Ρωσίας καθώς οι εμπορικές συναλλαγές έφθασαν τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ακόμα, εξέφρασε την ικανοποίηση για το επίπεδο συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνοντας παράλληλα ότι θα ήταν καλύτερη αυτή η συνεργασία χωρίς τις κυρώσεις, αλλά και τα προβλήματα που ανακύπτουν στην συνεργασία αυτή λόγω των καθυστερήσεων στην λήψη αποφάσεων εκ μέρους της ΕΕ.
Ο πρόεδρος Πούτιν αναφέρθηκε επίσης και στις προσπάθειες των ΗΠΑ να ακυρώσουν τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream-2 στην Ευρώπη, τις οποίες χαρακτήρισε ως «εκδήλωση αθέμιτου ανταγωνισμού», επισημαίνοντας ότι «τίποτα άλλο δεν βρίσκεται πίσω από αυτό».
Υπενθυμίζεται ότι χθες έγινε γνωστό ότι ομάδα Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών γερουσιαστών ετοιμάζεται να καταθέσει νομοσχέδιο, με το οποίο θα ζητείται η επιβολή κυρώσεων στις ευρωπαϊκές εταιρείες και τους ιδιώτες που εμπλέκονται στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Παράλληλα ο Ρώσος πρόεδρος διαβεβαίωσε τον πρόεδρο της Αυστρίας ότι η Ρωσία θα προχωρήσει μέχρι τέλους όσον αφορά στην κατασκευή του αγωγού, εξαίροντας την υποστήριξη της Αυστρίας προς το έργο αυτό.
Ο Ρώσος πρόεδρος, τονίζοντας ότι η κατασκευή του αγωγού Nord Stream-2 εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα όλη της Ευρώπης, εξέφρασε την βεβαιότητα για το ότι «το ζωτικής σημασίας ενδιαφέρον για έργα αυτού του είδους θα υπερισχύσει παρόλα αυτά».
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα αναλάβουν τις ευθύνες τους ενώπιον των οικονομιών των χωρών τους, καθώς από αυτό το έργο εξαρτάται όπως είπε η ανταγωνιστικότητα τους, χωρίς την οποία η ενέργεια θα κοστίζει πιο ακριβά.