Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες κατέθεσαν πρόταση για την αύξηση των χαμηλών συντάξεων. Για «προεκλογικούς ελιγμούς» του SPD κάνουν λόγο οι Χριστιανοδημοκράτες, ωστόσο επί της αρχής φαίνεται να συμφωνούν.
Σύμφωνα με το σχέδιο που κατέθεσε σήμερα ο σοσιαλδημοκράτης υπ. Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ στο υπουργικό συμβούλιο από την καθιέρωση της βασικής σύνταξης θα επωφεληθούν γύρω στα 3 εκατομ. συνταξιούχοι, oι οποίοι είχαν χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα και οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον 35 χρόνια συνταξιοδοτικές εισφορές.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, αυτή οι ομάδα συνταξιούχων μπορεί να αναμένει αύξηση των συντάξεών τους ως και 448 ευρώ το μήνα. Για παράδειγμα, κάποιος που κέρδιζε κατά μέσω όρο 1500 ευρώ μεικτά το μήνα και έχει συμπληρώσει 40 χρόνια εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, δικαιούται σήμερα σύνταξη ύψους 512 ευρώ. Με το μοντέλο των Σοσιαλδημοκρατών η σύνταξη του θα αυξηθεί στα 960 ευρώ.
Το ετήσιο κόστος των συνταξιοδοτικών αυξήσεων θα ανέλθει σύμφωνα με τους Σοσιαλδημοκράτες το 2021 στα 3,8 δις και θα φτάσει το 2025 τα 4,8 δις ευρώ. Σύμφωνα με την πρόταση του SPD τα μέτρα θα χρηματοδοτηθούν με τον φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, την αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία που κυμαίνεται σήμερα στο 7% και την εξοικονόμηση πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Αντιδράσεις των Χριστιανοδημοκρατών
Οι προτάσεις των Σοσιαλδημοκρατών προκάλεσαν την αντίδραση των Χριστιανοδημοκρατών. Στελέχη τους κάνουν λόγο για «προεκλογικούς ελιγμούς» ενόψει των ευρωεκλογών και κατηγορούν τους Σοσιαλδημοκράτες ότι θέλουν να αυξήσουν τους φόρους. Γεγονός είναι πάντως ότι η καθιέρωση της βασικής σύνταξης είναι μέρος της συμφωνίας των χριστιανικών κομμάτων CDU, CSU με το SPD για τη σύσταση κυβερνητικού συνασπισμού.
Το ζητούμενο μετά τις ευρωεκλογές δεν θα είναι τόσο αν θα καθιερωθεί η βασική σύνταξη αλλά ποιοι και υπό ποιες προϋποθέσεις θα τη δικαιούνται. Σε αντίθεση με τους Σοσιαλδημοκράτες οι Χριστιανοδημοκράτες επιμένουν για παράδειγμα ότι θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα περιουσιακά στοιχεία (ιδιοκτησία, έσοδα). Το SPD απορρίπτει μια εκτίμηση των ατομικών αναγκών.