Ένα δισ. δολάρια είναι ο τζίρος, σύμφωνα με το BBC, της νέας κερδοφόρας επιχείρησης που ανθεί στην Τουρκία και αφορά τη μεταμόσχευση μαλλιών. Μόνο η Κωνσταντινούπολη απαριθμεί 400 ειδικευμένες κλινικές, που έναντι 1.500 έως 2.000 υπόσχονται θαύματα για το τριχωτό της κεφαλής, ενώ πάνω από 25.000 είναι οι αιτήσεις για ραντεβού μόνο από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Δεν είναι σπάνιο το θέαμα τον τελευταίο καιρό στους δρόμους της τουρκικής μεγαλούπολης όπου βλέπει κανείς άνδρες με το κεφάλι τους τυλιγμένο με έναν μαύρο επίδεσμο: Όχι δεν είναι οι προσήλυτοι μίας νέας θρησκείας, είναι οι καταναλωτές ενός νέου προϊόντος ιατρικού τουρισμού, που εκμεταλλεύεται τα συναισθηματικά συμπλέγματα και τον ναρκισσισμό των ανδρών, οι οποίοι στερήθηκαν ενός σημαντικού όπλου της γοητείας τους, τα μαλλιά τους.
Από το 2016 που ξεκίνησε η πτώση αφίξεων τουριστών στην Τουρκία -μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τις τρομοκρατικές επιθέσεις- η τοπική επιχειρηματικότητα επεδίωξε να διαφοροποιήσει τις προσφερόμενες εκείνες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να σαγηνεύσουν εκ νέου τους επισκέπτες της χώρας. Οι από πολλών δεκαετιών εξαιρετικά ειδικευμένες κλινικές μεταμόσχευσης μαλλιών σε όλη τη χώρα, με καλά καταρτισμένο και έμπειρο προσωπικό, επιστρατεύθηκαν και ήδη η ζήτηση από την Ευρώπη, τις αραβικές χώρες και πρόσφατα από την άλλη πλευρά του ωκεανού, έχει αρχίσει να ανεβαίνει.
Πλέον, εκτιμάται πως στη χώρα πραγματοποιούνται πάνω από 5.000 επεμβάσεις τον μήνα από τους «καλλιεργητές μαλλιών» (όπως ονομάζονται στην Τουρκία), οι οποίοι εκτός από το τριχωτό της κεφαλής υπόσχονται και πυκνές γενειάδες. Μάλιστα, χρησιμοποιούν προηγμένες τεχνικές, όπως η Εξαγωγή Θυλακοειδών Μονάδων (FUE), μία αναίμακτη και χωρίς να αφήνει ουλές πρακτική, που συνίσταται στην εξαγωγή θυλάκων μαλλιών από τη «δότρια» ζώνη της κεφαλής, οι οποίοι διατηρούνται σε φυσιολογικό διάλυμμα έως την επανατοποθέτηση και την τελική μεταμόσχευσή τους σε εκείνη που στερείται τριχών.
Η επέμβαση, που διαρκεί από έξι έως εννέα ώρες, απαιτεί την παραμονή άλλων δύο ή τριών ημερών στην πόλη μετά την επέμβαση, προκειμένου να παρακολουθείται η εξέλιξη της μεταμόσχευσης και οι τυχόν επιπλοκές της. Έτσι, οι ασθενείς δεν κάνουν μόνο εισαγωγή στην κλινική, αλλά και στα συνεργαζόμενα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και ακόμη τα εμπορικά καταστήματα και τους διοργανωτές εκδρομών και εκδηλώσεων, που συχνά περιλαμβάνονται σε ένα πακέτο προσφοράς all inclusive, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω.
Υπό αυτήν την έννοια, η Τουρκία παρουσιάζεται ως ένας από τους καταλληλότερους σταθμούς γι’ αυτού του είδους τις επεμβάσεις, τόσο για τους Άραβες, που μεταβαίνουν σε μία λιγότερο αυστηρή και συντηρητική χώρα για τέτοιες πρακτικές, όσο και για τους Ευρωπαίους, οι οποίοι μπορούν να συνδυάσουν το τερπνόν των διακοπών με το ωφέλιμον της επέμβασης.
Όπως πρόσφατα αποκάλυπτε σε άρθρο της η ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, από τη χώρα έχουν καταγραφεί 7.000 ταξίδια τον χρόνο για αυτόν τον σκοπό. Δεν είναι τυχαίο πως η πτήση Μπάρι-Κωνσταντινούπολη, που εγκαινίασε η Turkish Airlines τον Απρίλιο του 2015, μέσα σε τρία χρόνια αύξησε τη δραστηριότητά της κατά 28%, με τρεις έως πέντε πτήσεις την εβδομάδα, και με πληρότητα άνω του 82%.
Βέβαια, η ειδυλλιακή όψη αυτής της προσφερόμενης υπηρεσίας έχει και τη σκοτεινή πλευρά της. Σύμφωνα με το ΑΠΕ, σε άρθρο του, το περιοδικό Quartz το 2017 τονίζει πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των κλινικών είναι τέτοιος που ορισμένοι ιδιοκτήτες προκειμένου να μειώσουν τις τιμές είναι διατεθειμένοι να προσλάβουν μη επαρκώς κατηρτισμένο και έμπειρο προσωπικό. Πολλές φορές δεν είναι οι γιατροί εκείνοι που πραγματοποιούν τις επεμβάσεις -παρά τη νομοθεσία που επιτάσσει την επέμβαση από ειδικευμένους γιατρούς- αλλά είναι οι νοσοκόμοι και τεχνικοί των μηχανημάτων, που έχουν παρακολουθήσει σχετική εκπαίδευση, εκείνοι που αναλαμβάνουν τις μεταμοσχεύσεις, με τους γιατρούς να αναλαμβάνουν μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις ή όταν υπάρξουν επιπλοκές. Μάλιστα, εξαιτίας της μεγάλης άνθισης αυτής της «βιομηχανίας», οι έλεγχοι από το υπουργείο έχουν χαλαρώσει και γίνονται «κατόπιν ειδοποίησης», γεγονός που επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να είναι «καθ’ όλα εντάξει» τη σχετική ημερομηνία.
Επιπλέον, αναδύεται και άλλο ένα πρόβλημα: Η γέννηση μίας μικροοικονομίας στο εσωτερικό του τομέα, που συντίθεται και τροφοδοτείται διαρκώς από τους Σύρους πρόσφυγες, που αποδεικνύονται λόγω της αραβικής γλώσσας σε πολύτιμο προσωπικό για τις κλινικές. Στόχος τους η προσέλκυση πελατών, η παροχή πληροφοριών και η διερμηνεία. Η συνέχεια της ιστορίας είναι προφανής: Αυτό το προσωπικό γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης από τους εργοδότες, δουλεύοντας για δέκα ώρες την ημέρα, μόνο με μία ημέρα ελεύθερη την εβδομάδα, αλλά και με την υποχρέωση να είναι διαθέσιμο όλο το 24ωρο, αναμένοντας στο ακουστικό του: Σε περίπτωση ανυπακοής, η μείωση του ημερομισθίου ή του ελεύθερου χρόνου ή ακόμη ο κίνδυνος της απόλυσης «κρέμονται» πάνω από τον εργαζόμενο. Και φυσικά οι μισθοί, μόλις λίγο πάνω από τα όρια της πείνας, όμως η ανάγκη και ο φόβος της ανεργίας κάνει τους Σύρους πρόσφυγες να υποκύπτουν σε κάθε είδους συνθήκες εργασίας, όπως καταγγέλλουν ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) και το Διεθνές Ινστιτούτο Μετανάστευσης (IMI).
Φυσικά, οι τουρκικές κλινικές απορρίπτουν τους σχετικούς ονειδισμούς τους από τους διεθνείς οργανισμούς, αντιτείνοντας πως χάρις σε αυτές οι Σύροι πρόσφυγες κερδίζουν μία αξιοπρεπή ζωή και έχουν δουλειά χάρις στην αγορά της μεταμόσχευσης μαλλιών. Εν αναμονή μίας εμπεριστατωμένης έρευνας από τον ILO, το ερώτημα που προκύπτει είναι φυσιολογικό: Εάν αποδειχθεί η κακομεταχείριση των προσφύγων, αυτό θα ανακόψει το ρεύμα των τουριστών που προσφεύγουν σε προσθετικές επεμβάσεις μαλλιών; Απ’ ό,τι φαίνεται, και δυστυχώς, η νέα low-cost αγορά υπηρεσιών και η ανθρώπινη ματαιοδοξία κερδίζει με μεγάλη διαφορά το όποιο φιλάνθρωπο αίσθημα.