Νέες μεγάλες μειώσεις επιτοκίων αναμένει από την κεντρική τράπεζα ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ενώ απορρίπτει τις ανησυχίες των επενδυτών για παρέμβαση της κυβέρνησης.
Ο Αλμπαϊράκ -που μίλησε μια εβδομάδα αφού η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας προχώρησε σε μεγαλύτερη της αναμενόμενης μείωση των επιτοκίων, δημιουργώντας ανησυχία για την ανεξαρτησία της- δήλωσε ότι η τράπεζα λαμβάνει τις αποφάσεις πολιτικής βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της και έχει εισέλθει σε μια περίοδο χαλάρωσης.
Σε μια σπάνια συνέντευξη Τύπου, ο υπουργός παραδέχθηκε επίσης ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να είναι υψηλότερο του στόχου έως τα τέλη του έτους -σε επίπεδα κάτω του 3%- και προέβλεψε, αντίθετα με πολλούς οικονομολόγους, ότι η πληγείσα από την ύφεση οικονομία θα καταγράψει θετική ανάπτυξη το 2019.
Η τουρκική οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση ύστερα από την περυσινή κρίση της λίρας, που ήταν η χειρότερη εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες ενώ οδήγησε τον πληθωρισμό πάνω από το 25%.
Η κεντρική τράπεζα απάντησε με μια επιθετική πολιτική σύσφιξης που διατηρήθηκε έως την περασμένη Πέμπτη, όταν μείωσε το βασικό της επιτόκιο στο 19,75% από το 24% και προετοίμασε το έδαφος για περαιτέρω μειώσεις.
«Με τη σημαντική χαλάρωση των επιτοκίων στην Τουρκία πρόσφατα, και με βάση το γεγονός ότι η τάση για τα επιτόκια θα είναι πιο ξεκάθαρη και ισχυρότερη την επόμενη περίοδο, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο μείωσης των επιτοκίων», δήλωσε ο Αλμπαϊράκ, που είναι επίσης γαμπρός του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. «Πρέπει να το πούμε αυτό εδώ: η κεντρική τράπεζα λαμβάνει τις αποφάσεις της για τη νομισματική πολιτική και τα επιτόκια με βάση τα στοιχεία της».
Η μείωση των επιτοκίων ήταν η μεγαλύτερη στην Τουρκία τουλάχιστον από το 2003 και ήταν η πρώτη απόφαση πολιτικής υπό τον νέο διοικητή της τράπεζας Μουράτ Ουισάλ που ανέλαβε τα ηνία όταν ο Ερντογάν απέπεμψε τον προηγούμενο επικεφαλής Μουράτ Τσετίνκαγια πριν από τρεις εβδομάδες περίπου. Ο Ερντογάν, που εδώ και καιρό τάσσεται υπέρ της μείωσης των επιτοκίων, δήλωσε ότι η κίνηση αυτή έγινε διότι ο Τσετίνκαγια δεν ακολουθούσε τις οδηγίες.