Οι ΗΠΑ προτείνουν διεθνή στρατιωτική δύναμη για την προστασία της ναυσιπλοίας στα στενά του Ορμούζ. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι προτιμούν μία αμιγώς ευρωπαϊκή δύναμη αλλά η Βρετανία αμφιταλαντεύεται.
Αμερικανικά και βρετανικά πολεμικά σκάφη βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς τον Περσικό Κόλπο. Στόχος τους είναι να αποτρέψουν νέες καταλήψεις πετρελαιοφόρων από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράν μετά το “θερμό επεισόδιο” της 19ης Ιουλίου, όταν οι “Φρουροί της Επανάστασης” ακινητοποίησαν το βρετανικό τάνκερ Στένα Ιμπέρο σε χωρικά ύδατα του Ομάν, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται η ίδια η κυβέρνηση του Σουλτανάτου. “Συνοδεύουμε τα πλοία μας, οι Βρετανοί θα συνοδεύουν τα πλοία τους και υποθέτω ότι άλλες χώρες θα κάνουν το ίδιο με τα δικά τους πλοία”, δήλωσε προ ημερών ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ. Για να συμπληρώσει ότι “από τη στιγμή που το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό υπερέχει, δεν αποκλείεται να βοηθήσουμε και τους συμμάχους μας, εάν το ζητήσουν”. Μέχρι τότε δεν γινόταν λόγος για κοινή στρατιωτική δύναμη στα Στενά του Ορμούζ.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, λίγο αργότερα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο δήλωσε σε διεθνή διάσκεψη της αμερικανικής κεντρικής διοίκησης (Centcom) ότι η βρετανική έκκληση για μία κοινή ευρωπαϊκή αποστολή στον Περσικό Κόλπο αποτελεί ουσιαστικά “συμπλήρωμα της δικής μας προσπάθειας” στην περιοχή. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει γνωστό ποιες χώρες έχουν δηλώσει συμμετοχή στο εναλλακτικό εγχείρημα, δηλαδή στο αμερικανικό σχέδιο “Sentinel” για την “προληπτική αποτροπή” επιθέσεων στα Στενά του Ορμούζ. Λέγεται πάντως ότι στη συνάντηση της Centcom είχαν λάβει μέρος εκπρόσωποι της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Μ.Βρετανίας.
Διαφοροποίηση από Μπόρις Τζόνσον
Μέχρι πρότινος η Τερέζα Μέι ως πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας πρότεινε μία διεθνή στρατιωτική αποστολή υπό ευρωπαϊκή διοίκηση, η οποία θα διαχωρίζεται σαφώς από την αντίστοιχη αμερικανική. Άλλωστε Ευρωπαίοι διπλωμάτες θεωρούν ότι η αμερικανική αποστολή εντάσσεται σε μία γενικότερη στρατηγική του Λευκού Οίκου να ασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση προς την Τεχεράνη, ώστε να τη σύρει σε νέα διαπραγμάτευση για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Από την πλευρά της, η ΕΕ στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, ήθελε να διατηρήσει εν ισχύ την προηγούμενη συμφωνία παρά την μονομερή καταγγελία από τον Τραμπ και να αντιμετωπίσει την ιρανική παρέμβαση στα Στενά του Ορμούζ ως εντελώς διαφορετικό περιστατικό.
Θα συνεχίσει να ακολουθεί την ίδια γραμμή ο νέος πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον; Οι πρώτες ενδείξεις δεν συνηγορούν υπέρ αυτού. Μιλώντας στους Τάιμς του Λονδίνου ο νέος υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ δήλωσε ότι το Λονδίνο επιθυμεί μία αποστολή υπό ευρωπαϊκή διοίκηση, αλλά προφανώς το εγχείρημα “δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την αρωγή των ΗΠΑ”. Πάντως ο Γερμανός ομόλογός του Χάικο Μάας εξακολουθεί να αρνείται τη συμμετοχή του Βερολίνου σε μία αποστολή υπό την ηγεσία της Ουάσιγκτον, η οποία θα συνδέεται με αμερικανικά συμφέροντα.
Η βαριά σκιά του Brexit
Αναμένεται ότι η νέα βρετανική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Τζόνσον θα επιδιώξει μία θερμή σχέση με τον Λευκό Οίκο, ώστε μετά από ενδεχόμενο σκληρό Brexit να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τις ΗΠΑ. Ήδη ο Ντόναλντ Τραμπ έχει υποσχεθεί μία “καταπληκτική” συμφωνία, θεωρώντας ότι ο εξίσου “καταπληκτικός” (κατά τα λεγόμενα του Αμερικανού προέδρου) Μπόρις Τζόνσον θα απεμπλακεί από την ΕΕ πολύ πιο γρήγορα από την προκάτοχό του. Ο ίδιος προειδοποιεί για σκληρό Brexit αν δεν επιτευχθεί μία άλλη συμφωνία με τις Βρυξέλλες μέχρι τις 31 Οκτωβρίου. Μία διαφοροποίηση από τους Ευρωπαίους για το ζήτημα του Ιράν θα ταίριαζε στη γενικότερη εικόνα της Βρετανίας μετά το Brexit.
Θα επιλέξει λοιπόν το Λονδίνο να ακολουθήσει τις ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο; “Ο Μπόρις Τζόνσον βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση”, υποστηρίζει η Τζούντυ Ντέμπσι από το Ινστιτούτο Καρνέγκι στις Βρυξέλλες. “Δεν έχω ενδείξεις ότι η βρετανική κυβέρνηση έχει αλλάξει στάση για το ζήτημα του Ιράν”, εκτιμά από την πλευρά του στο Βερολίνο ο Γιούργκεν Χαρντ, εκπρόσωπος των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ο ίδιος εκτιμά ότι η συμφωνία που είχε επιτευχθεί παλαιότερα για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης προσφέρει, αν μη τι άλλο, ένα οργανωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και μία δυνατότητα διαλόγου. Οι ΗΠΑ έχουν εγκαταλείψει αυτό το πλαίσιο, λέει ο Χαρντ, αλλά οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων δείχνουν ότι “οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους έχουν ενδυναμώσει την πεποίθησή τους να παραμείνουν πιστοί στη συμφωνία”.