Oι εμπορικές εντάσεις μεταξύ των Η.Π.Α. και της Κίνας υποχώρησαν κάπως, δίνοντας στους επενδυτές των Η.Π.Α. έναν λόγο να επιστρέψουν στις μετοχές μετά από ένα sell-off την προηγούμενη ημέρα. Ωστόσο, οι αναλυτές ανησυχούν ότι οι πρόσφατες ενέργειες των δύο πλευρών προκάλεσαν μια παρατεταμένη μάχη για το εμπόριο που θα μπορούσε να επιβραδύνει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Η Κίνα σταθεροποίησε το νόμισμά της την Τρίτη, υποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να αναβάλλει μία επιθετική αποδυνάμωση του γιουάν ως αντίποινα στους δασμούς των ΗΠΑ στα κινεζικά αγαθά. Αυτό ήρθε μια μέρα αφότου το Πεκίνο επέτρεψε στο νόμισμά του να υποχωρήσει σε ένα χαμηλό 11 ετών έναντι του δολαρίου.
Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν τεταμένες και οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές ανησυχούν για τον αντίκτυπο στην οικονομία. Η Capital Economics σε έκθεσή της την Τρίτη έγραψε ότι το πρόσφατο tit-for-tat «δείχνει πόσο γρήγορα οι τάσεις κλιμακώνονται και ότι η επίλυση της εμπορικής σύγκρουσης είναι πιο μακριά από ποτέ».
Οι αναλυτές της Capital Economics εκτιμούν ότι εάν οι δασμοί 10% που σχεδιάζει ο Τραμπ να επιβάλει τον επόμενο μήνα σε κινεζικά αγαθά ύψους 300 δισ. δολαρίων αυξηθούν τελικά στο 25%, η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ θα μειωθεί κατά 0,4%.
Παράλληλα, το κόστος του εμπορικού πολέμου εκτιμάται από τους αναλυτές στο 0,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ μικρό αναμένεται το πλήγμα για τους Κινέζουν εξαγωγείς, ενώ το ΑΕΠ της Κίνας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1% βραχυπρόθεσμα.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος απορρέει από την αρνητική επίδραση στην εμπιστοσύνη, τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και τις επενδύσεις. Η Capital Economics είχε υπολογίσει – πριν τη νέα κλιμάκωση – ότι το κόστος του εμπορικού πολέμου θα ανέλθει στο 0,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Υπό το πρίσμα της νέας επιδείνωσης, αναβαθμίζει την εκτίμησή της στο 0,7% έως τα τέλη του 2020.