Το παγκόσμιο χρέος βρίσκεται σε πορεία για νέο ρεκόρ μέχρι το τέλος του 2019 ξεπερνώντας τα 225 τρισ. δολάρια, ένα ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 32.500 δολάρια χρέος ανά άτομο μεταξύ των 7,7 δισ. ανθρώπων στον πλανήτη, σύμφωνα με έρευνα του Institute of International Finance (IIF) , όπως μεταδίδει το Reuters.
Το ποσό, το οποίο είναι τριπλάσιο από την ετήσια οικονομική παραγωγή του κόσμου, έχει πάρει ώθηση από την αύξηση κατά 7,5 τρισ. δολάρια το πρώτο εξάμηνο του έτους, η οποία δεν παρουσιάζει ενδείξεις επιβράδυνσης.
Γύρω στο 60% αυτού του άλματος προήλθε από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Μόνο το κρατικό χρέος αναμένεται να ξεπεράσει τα 70 τρισ. δολάρια τη φετινή χρονιά, όπως και το γενικό χρέος (δημόσιος, επιχειρηματικός και οικονομικός τομέας) των χωρών με αναδυόμενες αγορές.
“Με λίγα σημάδια επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του χρέους, εκτιμούμε ότι το παγκόσμιο χρέος θα ξεπεράσει τα 255 τρισ. δολάρια αυτό το έτος”, ανέφερε η IIF σε έκθεση της.
Μεταξύ των διάφορων τομέων, το κρατικό χρέος σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο το πρώτο εξάμηνο του έτους, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, ακολουθούμενο από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, με άνοδο κατά 1 ποσοστιαία μονάδα.
Επιπλέον, με το χρέος κρατικών εταιρειών να αντιπροσωπεύει σήμερα περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού εταιρικού χρέους πλην εκείνων των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο άμεσος ή έμμεσος κρατικός δανεισμός αναδεικνύεται στον πλέον σημαντικό παράγοντα αύξησης χρέους τη τελευταία δεκαετία.
Τα δεδομένα της IIF, τα οποία βασίζονται στα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου καθώς και σε δικά της στοιχεία, υποδεικνύουν επίσης ότι το ύψος του χρέους εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα υπερέβη το 240% του παγκόσμιου ΑΕΠ, στα 190 τρισ. δολάρια.
Οι παγκόσμιες αγορές ομολόγων έχουν μεγεθυνθεί από 87 τρισ. δολάρια το 2009 σε περισσότερα από 115 τρισ. δολάρια. Τα κρατικά ομόλογα αντιπροσωπεύουν σήμερα το 47% της αγοράς σε σύγκριση με το 40% του 2009. Τα τραπεζικά ομόλογα έχουν πέσει κάτω του 40% σε σχέση με με το αντίστοιχο 50% που βρίσκονταν το 2009.