Διαστάσεις επιδημίας φαίνεται πως έχουν αρχίσει να παίρνουν οι υποβαθμήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης οι οποίοι έχουν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Με έκθεσή της η Citi κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία αλλά και Καναδά για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά.
Η Γαλλία, αντιμέτωπη με υψηλό χρέος και δημόσιο έλλειμμα και με εσωτερικές αντιδράσεις απέναντι σε περικοπές του -μεγάλου ακόμα και για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- συστήματος κοινωνικών παροχών, πιθανότατα είναι η χώρα του G-&με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να χάσει το “AAA”, αναφέρει στην έκθεσή της η Citi.
Σημειώνει επίσης ότι οι αγορές δείχνουν να έχουν την ίδια αίσθηση, καθώς το spread των αποδόσεων των γαλλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έφτασε πρόσφατα σε υψηλά 16 ετών στις 90,7 μονάδες βάσης. Την ίδια στιγμή, τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) της Γαλλίας βρίσκονταν επίσης πολύ πρόσφατα στις 160 μονάδες βάσης, επίπεδο υπερτριπλάσιο έναντι των αμερικανικών.
Η Μεγάλη Βρετανία έχει έλλειμμα γενικής κυβέρνησης συγκρίσιμο με εκείνο των ΗΠΑ και αισθητά μεγαλύτερο της Γαλλίας, σε αντίθεση όμως με τις δύο τελευταίες εφαρμόζει από το Μάιο του 2010 ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Αν και το πρόγραμμα αυτό σχεδιάστηκε για να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, η χαμηλή ανάπτυξη ίσως οδηγήσει στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας. Σε ένα επιδεινούμενο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της ανάπτυξης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο και την αξιολόγηση “AAA” της χώρας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα προερχόταν από το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει η κυβέρνηση το πρόγραμμα προσαρμογής, κάτι που η Citi θεωρεί απίθανο, εκτός αν καταρρεύσει ο κυβερνητικός συνασπισμός Συντηρητικών και Φιλελεύθερων.
Στον Καναδά, η εικόνα είναι μάλλον καλή σε σχέση με τους νότιους γείτονές της, αναφέρει η έκθεση της Citi. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Καναδάς έχει εμπλακεί εδώ και πάνω από μία δεκαετία σε μία διαδικασία δημοσιονομικής ‘σύσφιξης’, αφότου το χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ την περίοδο 1995-1996, η κρίση έχει «ακυρώσει» πολλά από τα επιτεύγματα αυτής της διαδικασίας και έτσι το χρέος της γενικής κυβέρνησης ξεπέρασε και πάλι το 84% του ΑΕΠ στο τέλος του 2010.
Ακόμα και η Γερμανία, με χρέος που αντιστοιχεί στο 80% του ΑΕΠ, οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση, σημειώνει η Citi. Τονίζει παράλληλα πως είναι σημαντικό να θυμάται κανείς ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης μετετράπη σε μία «χάρτινη ξεδοντιασμένη τίγρη» το Μάρτιο του 2005, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και υπό την πίεση της Γερμανίας και της Γαλλίας. Οι δύο χώρες έδρασαν από κοινού, διότι ήτα απρόθυμες να υποστούν τις κυρώσεις που θα τους επιβάλλονταν, αν το Σύμφωνο είχε εφαρμοστεί με τον τρόπο που είχε προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Η τελευταία ελπίδα επιβράδυνσης, πόσο μάλλον αντιστροφής, της απερίσκεπτης διολίσθησης μεγάλου μέρους της Ε.Ε. σε μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία εξανεμίστηκε με εκείνη την πράξη δημοσιονομικής ανευθυνότητας».
Η Citi υπογραμμίζει παράλληλα ότι αν η Γερμανία και η Γαλλία δεν αποτελούσαν ήδη μέλη της Ευρωζώνης, δεν θα κατάφερναν να ανταποκριθούν στα κριτήρια ένταξης του ευρώ για έξι χρόνια, μέσα στην περίοδο 1999-2010. Και οι δύο θα αποτύγχαναν στο κριτήριο που θέλει το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ενώ σε ό,τι αφορά το κριτήριο για περιορισμό του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, η Γαλλία θα αποτύγχανε σε 8 από τα 12 αυτά χρόνια και η Γερμανία σε 10.