Tι προβλέπει για τα δικαιώματα των πολιτών και τη μεταβατική περίοδο
Τα δικαιώματα των πολιτών, η μεταβατική περίοδος, τα οικονομικά ζητήματα είναι μερικά από τα θέματα που προβλέπει η συμφωνία για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υιοθετήθηκε σήμερα από τη Βουλή των Κοινοτήτων.
Στόχος της συμφωνίας είναι να επιτευχθεί ένα «βελούδινο διαζύγιο» και να λυθεί ο δύσκολος γρίφος των ιρλανδικών συνόρων.
Τα κυριότερα σημεία της συμφωνίας των 535 σελίδων, στην οποία κατέληξαν τον Οκτώβριο ο Μπόρις Τζόνσον και ο διαπραγματευτής της ΕΕ Μισέλ Μπαρνιέ.
Η μεταβατική περίοδος
Η Συμφωνία Αποχώρησης προβλέπει μια μεταβατική περίοδο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020, κατά την οποία οι Βρετανοί θα συνεχίζουν να εφαρμόζουν –και να επωφελούνται– από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Η οικονομική συμβολή τους θα συνεχιστεί επίσης, αλλά δε θα συμμετέχουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ούτε στη λήψη αποφάσεων.
Η μεταβατική περίοδος έχει ως στόχο να αποφευχθεί μια βίαιη ρήξη αλλά και να δοθεί χρόνος για να διαπραγματευθούν οι δύο πλευρές τη μελλοντική σχέση του Λονδίνου με την ΕΕ, κάτι που φαίνεται ωστόσο δύσκολο να ολοκληρωθεί μέσα στον υπολειπόμενο χρόνο.
Με βάση τη Συμφωνία, η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά, μέχρι τα τέλη του 2022. Αλλά ο Μπόρις Τζόνσον αρνήθηκε να συμπεριλάβει αυτή τη διάταξη στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε σήμερα, απαγορεύοντας την παράταση.
Τα δικαιώματα των πολιτών
Τα 3,2 εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 1,2 εκατομμύριο των Βρετανών στις ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούν να συνεχίσουν να σπουδάζουν, να εργάζονται, να λαμβάνουν επιδόματα και να φέρουν την οικογένειά τους στον τόπο διαμονής τους.
Ο οικονομικός διακανονισμός
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο του τρέχοντος, πολυετούς προϋπολογισμού της ΕΕ (2014-2020) ο οποίος καλύπτει και τη μεταβατική περίοδο. Με τη σειρά του, θα επωφεληθεί από τους πόρους των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων και της κοινής αγροτικής πολιτικής.
Το τελωνειακό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας
Η Βόρεια Ιρλανδία θα εφαρμόζει τους τελωνειακούς κανονισμούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε προϊόντα προερχόμενα από τρίτες χώρες (για παράδειγμα από τις ΗΠΑ, με τις οποίες το Λονδίνο ανυπομονεί να συνάψει συμφωνία ελευθέρου εμπορίου), εφόσον παραμένουν στο βρετανικό έδαφος, θα εφαρμόζονται οι βρετανικοί τελωνειακοί κανονισμοί. Εάν τα εμπορεύματα αυτά πρόκειται να εξαχθούν στην ΕΕ, μέσω της Βόρειας Ιρλανδίας, τότε οι βρετανικές αρχές θα εφαρμόζουν τους τελωνειακούς κανονισμούς της ΕΕ.
Η Βόρεια Ιρλανδία θα εξακολουθεί να τηρεί, σε κάποιο βαθμό, τους κανόνες της ΕΕ, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τους κτηνιατρικούς ελέγχους.
Το κοινοβούλιο της Β. Ιρλανδίας (Στόρμοντ) θα έχει τον τελευταίο λόγο για την μακροπρόθεσμη εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στην επαρχία αυτή. Αυτός ο μηχανισμός «συναίνεσης» αφορά κυρίως τον διακανονισμό για τα εμπορεύματα και τα τελωνεία, την ενιαία αγορά ηλεκτρικού ρεύματος, τον ΦΠΑ και τις κρατικές ενισχύσεις.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το κοινοβούλιο μπορεί, με απλή πλειοψηφία, να εγκρίνει αν θα συνεχιστεί η εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, το ευρωπαϊκό δίκαιο θα σταματήσει να εφαρμόζεται δύο χρόνια αργότερα.
Προς μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου
Στην «πολιτική διακήρυξη» για τις μελλοντικές σχέσεις Βρυξελλών-Λονδίνου, η ΕΕ υπόσχεται μια συμφωνία «χωρίς τελωνειακούς δασμούς, ούτε ποσοστώσεις» με τη Βρετανία. Σε αντάλλαγμα, η ΕΕ ζητά «εγγυήσεις» ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να μην δημιουργήσει, πάνω στα σύνορά της, ένα είδος «Σιγκαπούρης» που δεν θα σέβεται τους κανόνες της ΕΕ στον κοινωνικό, δημοσιονομικό και περιβαλλοντικό τομέα.