Στην καίρια συμβολή του καθηγητή λοιμωξιολογίας, Σωτήρη Τσιόδρα, στην επιτυχημένη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού από την ελληνική κυβέρνηση αναφέρεται σε εκτεταμενο άρθρο της η γερμανική εφημερίδα «Die Zeit».
«Κατά την κρίση του ευρώ η Ελλάδα θεωρήθηκε αποτυχημένο κράτος. Αυτή τη φορά, στην πανδημία του κορωνοϊού, οι χειρισμοί της κυβέρνησης είναι υποδειγματικοί. Και αυτό οφείλεται επίσης και στον κορυφαίο λοιμωξιολόγο», επισημαίνει η «Die Zeit» στο άρθρο με τίτλο «η ώρα του Σωτήρη Τσιόδρα».
«Ειδικά η Ελλάδα, η χώρα της χρόνιας κρίσης σημειώνει εκπληκτική επιτυχία στον αγώνα κατά της πανδημίας του κορωνοϊού. Η γαλλική δεξαμενή σκέψης BridgeTank ανέλυσε την στρατηγική δέκα ευρωπαϊκών χωρών για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού . Η Ελλάδα τα πήγε μακράν καλύτερα, χάρη στους έγκαιρους και αυστηρούς περιορισμούς», τονίζεται στο δημοσίευμα.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Με έντεκα θανάτους από τον Covid-19 ανά εκατομμύριο κατοίκους, η Ελλάδα κατατάσσεται 58η παγκοσμίως και 21η στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Γερμανία, ο αριθμός των θανάτων σε σχέση με τον πληθυσμό είναι πέντε φορές υψηλότερος, στην Ιταλία και την Ισπανία ακόμη και περίπου 30 φορές υψηλότερος. Η Ελλάδα ήταν (παγκοσμίως) 66η βάσει επιβεβαιωμένων περιστατικών μόλις πριν από τρεις εβδομάδες, τώρα είναι 85η, αναφέρει το άρθρο της γερμανικής εφημερίδας.
Αυτό οφείλεται στο Σωτήρη Τσιόδρα. Ως επικεφαλής της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον κορωνοϊό του ελληνικού Υπουργείου Υγείας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της στρατηγικής για τον περιορισμό της νόσου. Ο εκπαιδευμένος στο Χάρβαρντ και στο MIT ιατρός απολαμβάνει διεθνούς φήμης ως ειδικός σε μολυσματικές ασθένειες. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ για να ορίσει στα τέλη του 2019 τον 55χρονο γιατρό ειδικό σύμβουλό του για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού.
Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης ήταν έτοιμα εβδομάδες πριν φτάσει ο ιός στην Ελλάδα. Έτσι η κυβέρνηση μπόρεσε να δράσει το ταχύτερο δυνατό όταν εμφανίστηκε η πρώτη περίπτωση λοίμωξης στη Θεσσαλονίκη στις 26 Φεβρουαρίου, όπου μια 38χρονη επιχειρηματίας μετέφερε τον ιό έπειτα από ένα ταξίδι στο Μιλάνο. Ο Μητσοτάκης απαγόρευσε αμέσως τις προγραμματισμένες καρναβαλικές εκδηλώσεις για το επόμενο Σαββατοκύριακο, μια πολύ αντιδημοφιλής απόφαση, που όμως έστελνε το μήνυμα στους Έλληνες ότι τα πράγματα γίνονται σοβαρά!
Η κυβέρνηση είχε σοβαρούς λόγους να αντιδράσει γρήγορα: η πανδημία έπληξε την Ελλάδα σε μια εξαιρετικά μη ευνοϊκή στιγμή. Έπειτα από οκτώ χρόνια κρίσης, κατά την οποία η χώρα έχασε περισσότερο από το ένα τέταρτο της οικονομικής της δύναμης, το κρατικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση. Υπάρχουν ελλείψεις προσωπικού παντού. Περισσότεροι από 20.000 γιατροί μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Συχνά δεν υπάρχουν ούτε τα πιο απαραίτητα υλικά στα νοσοκομεία. Όταν αναφέρθηκε το πρώτο κρούσμα, οι κρατικές κλινικές είχαν μόνο 565 κρεβάτια εντατικής θεραπείας.
Το Υπουργείο Υγείας προσέλαβε 4.200 επιπλέον γιατρούς σε χρόνο ρεκόρ και αύξησε τις μονάδες εντατικής θεραπείας σε 910 κρεβάτια. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί τις με 8,5 κλίνες εντατικής θεραπείας ανά 100.000 κατοίκους να μην εξυπηρετείται επαρκώς- η αναλογία είναι 9,5 στην Ισπανία και 12,5 στην Ιταλία. Η Γερμανία μάλιστα διαθέτει 34 κλίνες εντατικής θεραπείας ανά 100.000 κατοίκους. Αλλά χάρη στην προληπτική διαχείριση κρίσεων της κυβέρνησης, χρειάζεται λιγότερο από το 10% των κλινών εντατικής θεραπείας επί του παρόντος για ασθενούντες από την Covid-19.
Ειδικά η Ελλάδα, η οποία θεωρήθηκε αποτυχημένο κράτος κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, κάνει τώρα υποδειγματική δουλειά στον αγώνα κατά του κορωνοϊού. Πραγματικά, είναι εκπληκτικό το πόσο πειθαρχημένα ακολουθούν οι περισσότεροι Έλληνες τους περιορισμούς – καθόλου αυτονόητο σε μια χώρα όπου οι απαγορεύσεις συνήθως επιδρούν λίγο και η προσωπική ελευθερία φαίνεται να είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. «Γίναμε πιο ώριμοι», εξηγεί ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. «Δημιουργούμε κάτι που δεν έλειπε μόνο κατά την κρίση χρέους, αλλά έπασχε σε όλη την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας: η εμπιστοσύνη – η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και το κράτος».