Το διακύβευμα που τέθηκε όταν άρχισαν να επιβάλλονται τα lockdown ανά τον πλανήτη ήταν: Που σταματούν τα μέτρα προστασίας της ανθρώπινης ζωής και που ξεκινά η προστασία της οικονομίας;
Είναι προτιμότερο να παρατείνονται τα μέτρα ακόμα και αν μπαίνει σε κίνδυνο η οικονομική ανάκαμψη που μπορεί να προκαλέσει περισσότερα θύματα στο μέλλον λόγω της έλλειψης εισοδήματος; Ή αν είναι προτιμότερο να ρισκάρει κάποια χώρα το άνοιγμα της οικονομίας έστω με μέτρα προφύλαξης για να προστατευτεί η ευημερία των πολιτών.
Η αμερικανική εταιρεία επικοινωνίας και διαφήμισης Edelman ανέλυσε τις απόψεις του κοινού έναντι των δύο παραπάνω προσεγγίσεων στο λεγόμενο Βαρόμετρο Εμπιστοσύνης.
Από τους 13.200 συμμετέχοντες που ρωτήθηκαν σε 11 χώρες, το 67% συμφώνησε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να σώζει όσες περισσότερες ζωές μπορεί, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η οικονομία θα πάθει μεγαλύτερη ζημιά και θα ανακάμπτει με πιο αργούς ρυθμούς. Το 33% απάντησε ότι είναι πιο σημαντικό για την κυβέρνηση να σωθούν θέσεις εργασίας και να επανεκκινήσει η οικονομία από το να ληφθεί κάθε δυνατή πρόληψη για να μείνει ο κόσμος ασφαλής από τον ιό.
Οι περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο υιοθέτησαν την πρώτη στρατηγική – με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ελλάδα μεταξύ αυτών που περίμεναν να μειωθούν τα ποσοστά κρουσμάτων σημαντικά, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται αποτελεσματικά τα τεστ, η ιχνηλάτηση επαφών και οι στρατηγικές κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Ολες αυτές οι χώρες καρπώνονται τώρα τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης, ανοίγοντας εγκαίρως τις οικονομίες τους για την τουριστική περίοδο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η βιασύνη να ανοίξει η οικονομία ήταν φανερή από την αρχή. Ωστόσο από ότι φαίνεται δεν προέκυψε από τις επιθυμίες των αμερικανών πολιτών.