Διπλασιάστηκαν τα κρούσματα κορωνοϊού στις περισσότερες αγγλικές πόλεις και κωμοπόλεις που υπόκεινται σε μακροπρόθεσμα τοπικά lockdown, σύμφωνα με την ανάλυση του Guardian, εν μέσω αυξανόμενης ανησυχίας ότι οι περιορισμοί προκαλούν σύγχυση.
Σε 11 από τις 16 αγγλικές πόλεις και κωμοπόλεις όπου επιβλήθηκαν περιορισμοί πριν από εννέα εβδομάδες, το ποσοστό μόλυνσης έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί, με τα κρούσματα σε πέντε περιοχές της ευρύτερης περιοχής του Μάντσεστερ να αυξάνονται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Αγγλίας σε εκείνο το διάστημα.
Στη Γουίγκαν, οι περιπτώσεις αυξήθηκαν από επτά ανά 100.000 κατοίκους σε 102, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η Λέστερ είναι η μόνη από τις 16 περιοχές που καταγράφει λιγότερες περιπτώσεις από ό,τι όταν εφαρμόστηκαν τα μέτρα.
Επιστήμονες, βουλευτές και τοπικοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι τα μέτρα – τα οποία καλύπτουν περίπου 20 εκατομμύρια άτομα, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου – δεν κατάφεραν να μειώσουν τα ποσοστά κορωνοϊού, εν μέρει επειδή οι κανόνες ήταν ασαφείς.
Την Πέμπτη, περισσότερα από 2 εκατ. άτομα στο Μέρσεϊσαϊντ, το Γουόρινγκτονκαι το Τίσαϊντ ενημερώθηκαν ότι θα απαγορευόταν από το νόμο να συναντώνται με άλλα νοικοκυριά σε εσωτερικούς χώρους. Ωστόσο, ο δήμαρχος του Μίντλσμπρο, Αντι Πρέστον, είπε ότι δεν θα δεχτεί τα μέτρα, επειδή βασίζονται σε «πραγματικές ανακρίβειες και σε τερατώδη και τρομακτική έλλειψη επικοινωνίας και άγνοια». Πρόσθεσε: «Όπως έχουν τα πράγματα, αψηφάμε την κυβέρνηση και δεν δεχόμαστε αυτά τα μέτρα».
Οπως σημειώνει ο Guardian, υπάρχει ανησυχία καθώς σε μεγάλα τμήματα της χώρας θα μπορούσαν να υπάρχουν αυστηρότεροι περιορισμοί για μήνες, αφότου ο Τζορτζ Γιουστίς, υπουργός Περιβάλλοντος, δήλωσε ότι τα μέτρα θα αρθούν μόνο όταν τα τοπικά ποσοστά μόλυνσης είναι «περισσότερο σύμφωνα με την εθνική τάση».
Η ανάλυση δείχνει ότι 28 περιοχές της Αγγλίας, που αποτελούνται από σχεδόν 9 εκατ. άτομα, συμπεριλαμβανομένων των Λιντς, Μάντσεστερ, Μπράντφορντ και Λίβερπουλ, έχουν διπλάσιο ποσοστό μόλυνσης από τον μέσο όρο της χώρας, που είναι 55 κρούσματα ανά 100.000 άτομα.