Προσωπικό που δεν είχε την κατάλληλη κατάρτιση απέναντι στον ιό, άρνηση πρόσβασης στο νοσοκομείο για ασθενείς ενοίκους: τα βελγικά γηροκομεία «εγκαταλείφθηκαν» από τις δημόσιες αρχές στη διάρκεια της πανδημίας, καταγγέλλει σήμερα η Διεθνής Αμνηστία.
Στο Βέλγιο, όπου ο νέος κορωνοϊός έχει σκοτώσει ήδη τουλάχιστον 14.000 ανθρώπους, η ΜΚΟ εκτιμά πως τουλάχιστον το 60% των θανάτων αφορά ενοίκους των γηροκομείων.
Μια εκτίμηση παρόμοια με αυτή που είχαν κάνει οι Γιατροί χωρίς Σύνορα (MSF) του Βελγίου το καλοκαίρι, ενώ οι αρχές αναφέρουν σήμερα ένα ποσοστό 43%.
Και, σύμφωνα με την Αμνηστία, στη διάρκεια του πρώτου κύματος ανάμεσα στον Μάρτιο και τον Ιούνιο, «η μεγάλη πλειονότητα» των θανάτων αυτών σημειώθηκε στα κέντρα φροντίδας ηλικιωμένων (όπως αποκαλούνται στο Βέλγιο οι οίκοι ευγηρίας) ελλείψει μεταφορών στα νοσοκομεία ενός ικανοποιητικού αριθμού. Η ΜΚΟ καταγγέλλει «πρακτικές διακριτικής μεταχείρισης».
Σε μια έκθεση 62 σελίδων, που συντάχθηκε με βάση περίπου 50 μαρτυρίες(κυρίως συγγενών των ενοίκων και διευθυντών και υπαλλήλων του τομέα), το γαλλόφωνο τμήμα της διεθνούς οργάνωσης στο Βέλγιο επιμένει για την υπερφόρτωση εργασίας του προσωπικού στη διάρκεια της πανδημίας.
Η αναστολή των εξωτερικών επισκέψεων (οικογενειών, φιλανθρωπικών οργανώσεων…) στέρησε τα ιδρύματα από τη συνήθη «ανεπίσημη βοήθεια». Αυτό οδήγησε σε «αμέλεια» στην υγιεινή των δωματίων και την προσωπική υγιεινή των ενοίκων, ορισμένοι από τους οποίους στερούνταν ακόμη και το νερό ή την τροφή.
Η έκθεση παραθέτει τη μαρτυρία της συζύγου ενός συνταξιούχου που είχε δυσκολίες να τραφεί μόνος του και αδυνάτιζε συνεχώς όσο περνούσαν οι εβδομάδες.«Μας είναι αδύνατο να δώσουμε φαγητό σε όλους κάθε μέρα», της απάντησε μια νοσηλεύτρια όταν της εξέφρασε την ανησυχία της.
Επίσης, το προσωπικό έπρεπε συχνά να λαμβάνει αποφάσεις ιατρικής τάξης για τις οποίες δεν ήταν εκπαιδευμένο.
«Ο γιατρός δεν ερχόταν πια, έπρεπε λοιπόν να αποφασίσουμε οι ίδιοι αν κάποιος έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο ή όχι», δηλώνει ο Γκερτ Ουτερσάουτ, επικεφαλής ενός δικτύου ιδιωτικών ιδρυμάτων στη Φλάνδρα.
Η Αμνηστία σημειώνει πως «πέρασαν μήνες προτού μια εγκύκλιος διευκρινίσει ρητά πως η μεταφορά στο νοσοκομείο είναι πάντα δυνατή» εφόσον ο ασθενής το επιθυμεί.
Άλλες μαρτυρίες κάνουν λόγο για «αυξημένη πρόσβαση σε μηχανικά και χημικά μέσα για την καταστολή ηλικιωμένων που υπέφεραν από άνοια».
Στη διάρκεια του πρώτου lockdown, η δραστική μείωση των κοινωνικών επαφών είχε αποτέλεσμα ορισμένοι ένοικοι να παρουσιάσουν «δραματική επιδείνωση γνωστικών λειτουργιών».
Στο κεφάλαιο για τις «δομικές» βελτιώσεις που απαιτούνται στις περιφέρειες (τις ομοσπονδιακές οντότητες που είναι αρμόδιες για αυτόν τον τομέα), αναφέρεται πως τα γηροκομεία πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από «τακτικά και συχνά τεστ» για το προσωπικό και τους ενοίκους τους.
Η αναστολή τον Οκτώβριο των προληπτικών διαγνωστικών ελέγχων αποτελεί «παραβίαση της υποχρέωσης των κυβερνήσεων να προστατεύουν τη ζωή και το δικαίωμα στην υγεία» καταγγέλλει ακόμη η Διεθνής Αμνηστία.