Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και οι εκπομπές καυσίμων των θαλάσσιων και εναέριων μεταφορών μπαίνουν πλέον στο στόχαστρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου(ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας καθώς ζητούν από τις πλούσιες χώρες και τις αναδυόμενες οικονομίες που απαρτίζουν την G20, την επιβολή φόρου για τις εκπομπές αυτές.
Σε έκθεσή τους, αντίγραφο της οποίας εξασφάλισε το Γαλλικό Πρακτορείο, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρουν ότι «παγκόσμιες πολιτικές φορολόγησης του διοξειδίου του άνθρακα (…) θεωρούνται ευρέως ως μια πολλά υποσχόμενη δυνατότητα».
Η G20 είχε ζητήσει τη σύνταξη της έκθεσης αυτής έπειτα από σύνοδο που πραγματοποίησαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ομάδας τον Απρίλιο στην Ουάσινγκτον με στόχο να βρεθούν οι πόροι χρηματοδότησης του αγώνα κατά των κλιματικών αλλαγών.
Το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνουν στην έκθεσή τους την επιβολή ενός φόρου 25 δολαρίων ανά τόνο CO2 στις χώρες του Παραρτήματος ΙΙ των συμφωνιών της Σύμβασης-πλαίσιο του ΟΗΕ για τις Κλιματικές Αλλαγές, δηλαδή στις δυτικές χώρες, στην ΕΕ, στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
Η χρέωση αυτή «θα μπορούσε να επιτρέψει να συγκεντρωθούν περίπου 250 δισ. δολάρια το 2020» και θα οδηγούσε ταυτοχρόνως και σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τις μειώσεις που προβλέπονται σήμερα.
Οι συντάκτες της έκθεσης πιστεύουν επίσης ότι αυτό θα στοίχιζε στις χώρες που αφορά «λιγότερο από 0,1% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο».
Οι ίδιοι συστήνουν επίσης τη φορολόγηση με το ίδιο αντίτιμο και με έναν «παγκόσμια συντονισμένο» τρόπο τον τόνο του CO2 που εκπέμπεται από τα καύσιμα για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, το οποίο θα απέφερε «40 δισ. δολάρια ετησίως ως το 2020».
Τέλος, καλούν η αρχή να γίνει με τη διακοπή των επιδοτήσεων σε αυτούς που παράγουν ορυκτά καύσιμα, από την οποία εκτιμούν ότι θα εξοικονομείται ένα ποσό της τάξης των 10 δισ. δολαρίων ετησίως.