Την απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που έλαβαν οι ευρωπαϊκές χώρες στη διάρκεια της πανδημίας με προσοχή, ώστε να μην επηρεασθεί αρνητικά η οικονομική ανάκαμψη, συνιστά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Ταμείο θεωρεί ότι ο πληθωρισμός αποτελεί, επίσης, πρόκληση για την Ευρώπη, αλλά εκτιμά ότι οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε προσωρινούς παράγοντες και ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις κεντρικές τράπεζες.
“Αν και υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με τον πληθωρισμό, οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν μεγάλη εμπειρία για να τον αντιμετωπίσουν και μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα τους γρήγορα και ευέλικτα”, ανέφερε ο διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, ‘Αλφρεντ Κάμερ, στο blog του Ταμείου.
“Αντίθετα”, πρόσθεσε, “η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων δαπανών που αποφάσισαν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν τις οικονομίες τους αποτελεί ένα μεγάλο και σύνθετο εγχείρημα”. Αν γίνει κάποιο λάθος σχετικά με τον ρυθμό της απόσυρσης, θα υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθούν οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που σημειώθηκαν μετά την κρίση του 2008, σύμφωνα με τον διευθυντή του Ταμείου, ο οποίος σημείωσε ότι είναι προτιμότερο να γίνει με βραδύτερο ρυθμό η αφαίρεση της δημοσιονομικής στήριξης.
“Είναι καλύτερα να υπάρξει λάθος με την απόσυρση πολύ μικρής δημοσιονομικής στήριξης παρά με την απόσυρση πολύ μεγάλης, ιδιαίτερα στις οικονομίες που έχουν άφθονο δημοσιονομικό χώρο, ώστε να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος να ανακοπεί η δυναμική της ανάκαμψης”, ανέφερε.
Ο Κάμερ σημείωσε ότι η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους αντανακλά την ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία οδήγησε τις τιμές του πετρελαίου σε επίπεδα που ίσχυαν στα χρόνια πριν την πανδημία του κορονοϊού, ενώ θεωρεί ότι και η πρόσφατη εκτόξευση της τιμής του φυσικού αερίου οφείλεται σε βραχυπρόθεσμους παράγοντες.
Αν εξαιρεθούν οι ενεργειακές τιμές, ο πληθωρισμός στην Ευρώπη την τελευταία διετία δεν απέχει σημαντικά από τα επίπεδα πριν από την πανδημία, εκτιμά το ΔΝΤ, ενώ θεωρεί ότι και ο κίνδυνος δευτερογενών αυξήσεων του πληθωρισμού μέσω αναπροσαρμογής των μισθών είναι περιορισμένος για πολλές αναπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες, στις οποίες οι αγορές εργασίας είναι ακόμη χαλαρές.