Καταπέλτης για τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ είναι το πόρισμα της επιτροπής έρευνας για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, όταν οπαδοί του τότε προέδρου εισέβαλαν στο Καπιτώλιο με στόχο να ανατρέψουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών. Παρά τα πολλά σημάδια για επικείμενες ταραχές, η αστυνομία του Καπιτωλίου δεν επέλεξε να ενισχύσει τα μέτρα ασφαλείας. Εκατοντάδες οπαδοί του Τραμπ είχαν ήδη συγκρουσθεί το πρωί της ίδιας ημέρας με αστυνομικές δυνάμεις στο μνημείο του Ουάσιγκτον, ενώ πολλοί από αυτούς έφεραν μαζί τους εξοπλισμό, όπως μάσκες αερίων και αυτοσχέδιες ασπίδες, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάζει η εφημερίδα Washington Post.
Ο τέως πρόεδρος είχε ενημερωθεί για τον κίνδυνο, αλλά απέρριπτε τις εκκλήσεις να καλέσει τον όχλο να διαλυθεί.
Για περισσότερο από τρεις ώρες, ο Τραμπ, ο οποίος είχε ενημερωθεί για τον κίνδυνο, απέρριπτε τις εκκλήσεις του επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή, Κέβιν Μακάρθι, και άλλων νομοθετών του κόμματός του να καλέσει τον όχλο να διαλυθεί. Η καθυστέρηση αυτή επέτρεψε στην κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο, οδηγώντας στον θάνατο ενός αστυνομικού και μιας διαδηλώτριας από αστυνομικά πυρά. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και η οικογένειά του αναζήτησαν καταφύγιο από τους εισβολείς, οι οποίοι απειλούσαν να τον απαγχονίσουν ως προδότη. Την ώρα εκείνη, ο νομικός σύμβουλος του Τραμπ, Τζον Ιστμαν, επικοινωνούσε μέσω email με τον δικηγόρο του Πενς, λέγοντάς του ότι την ευθύνη για τη βία έφερε ο ίδιος ο Πενς, εξαιτίας της άρνησής του να ανακηρύξει νικητή των εκλογών τον Τραμπ.
Μετά την εισβολή, το FBI αναγκάσθηκε να εκπονήσει εκ του μηδενός σχέδιο ανακατάληψης του ιστορικού κτιριακού συμπλέγματος. Η έλλειψη ισχυρής ομοσπονδιακής δύναμης ασφαλείας –το FBI διέθετε μόνο τρεις ολιγομελείς αντιτρομοκρατικές ομάδες στην περιοχή– σήμαινε ότι το έργο της ανακατάληψης θα έπεφτε πάνω στην αστυνομία του Καπιτωλίου.
Η αιματηρή κατάληξη της εισβολής δεν έπεισε, όμως, τους Ρεπουμπλικανούς να κάνουν πίσω από το αίτημά τους για ανακήρυξη του Τραμπ ως νικητή των εκλογών. Οκτώ ημέρες μετά, Ρεπουμπλικανοί βουλευτές της τοπικής Βουλής συσκέφθηκαν με πρόθεση την ακύρωση του αποτελέσματος υπέρ του Μπάιντεν στην κομητεία Μαρικόπα της Αριζόνας, θέτοντας σε κίνηση νομική διαδικασία αμφισβήτησης του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 2020. Οι ψευδείς ισχυρισμοί του Τραμπ, που προκάλεσαν την εισβολή στο Καπιτώλιο, έδωσαν την αφορμή για εδραίωση ακραίων αντιδημοκρατικών θέσεων σε σημαντική μερίδα των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων.
Σχεδόν το ένα τρίτο από τους 390 Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους που έχουν εκφράσει ενδιαφέρον να διεκδικήσουν τοπικά αξιώματα στις επαναληπτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2022, υποστήριξε δημόσια τη διενέργεια ένορκης έρευνας για το αποτέλεσμα της κάλπης που ανέδειξε νικητή τον Τζο Μπάιντεν, υποβάθμισε την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου ή αμφισβήτησε ευθέως τη νίκη Μπάιντεν.