Ρεκόρ σημείωσαν τα κέρδη των ρωσικών τραπεζών καθώς άγγξαν τα 2,4 τρισ. ρούβλια (31 δισ. δολάρια) πέρυσι.
Όπως αναφέρει το Reuters, οι υψηλές τιμές του πετρελαίου βοήθησαν την οικονομία της Ρωσίας να αναπτυχθεί κατά 4,5% πέρυσι σύμφωνα με αξιωματούχους, μετά από συρρίκνωση 2,7% το προηγούμενο έτος λόγω των χαμηλών τιμών των εμπορευμάτων και της πανδημίας.
Ως αποτέλεσμα, τα κέρδη του τραπεζικού τομέα αυξήθηκαν κατά 50% από 1,6 τρισ. ρούβλια το 2020, δήλωσε η κεντρική τράπεζα. Τα επιχειρηματικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 11,7%, ο δανεισμός λιανικής κατά 23% και το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων σημείωσε αύξηση άνω του 30%.
Η ζήτηση για ακίνητα στη Ρωσία έχει εκτοξευθεί από το 2020, όταν η κεντρική τράπεζα προσπάθησε να στηρίξει τον κατασκευαστικό τομέα μέσω ενυπόθηκων δανείων με κρατική εγγύηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το κράτος άρχισε να τα επαναφέρει τον περασμένο Ιούλιο και αν και αύξησε το βασικό επιτόκιο επτά φορές στο 8,5% πέρυσι, η κεντρική τράπεζα δήλωσε ότι δεν βλέπει σημάδια ”υπερθέρμανσης” του τομέα.
Η ρυθμιστική αρχή προβλέπει κέρδη του τραπεζικού τομέα από 2 έως 2,4 τρισ/ ρούβλια φέτος, δήλωσε ο Αλεξάντερ Ντανίλοφ, διευθυντής του τμήματος τραπεζικής ρύθμισης και ανάλυσης, καθώς η σφιχτή νομισματική πολιτική “φρενάρει” τον δανεισμό.
“Περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια ρούβλια, αλλά λιγότερα από το 2021”, δήλωσε ο Ντανίλοφ.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων OFZ σε ρούβλια αυξήθηκαν αυτόν τον μήνα καθώς κλιμακώθηκε η ένταση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης για την Ουκρανία, αλλά η κεντρική τράπεζα ”βλέπει” περιορισμένο κίνδυνο για τον τραπεζικό τομέα από ένα ξεπούλημα των OFZ. Οι αποδόσεις των ομολόγων κινούνται αντιστρόφως ανάλογα με τις τιμές.
Η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι οι ρωσικές τράπεζες θα καταγράψουν απώλειες ύψους 200 δισ. ρουβλίων από την ανατίμηση των OFZ στα χαρτοφυλάκιά τους, αλλά το πλήγμα στα κεφάλαια του συνολικού τομέα θα αντισταθμιστεί από τα κέρδη και τα ισχυρά αποθέματα ρευστότητας.
Η VTB, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι η πρόσφατη πώληση τοπικών περιουσιακών στοιχείων πιθανότατα δεν θα έχει “σημαντικό αντίκτυπο” στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της.