Ο απερχόμενος πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα παρέδωσε σήμερα την προεδρική εσάρπα στη νέα πρόεδρο της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρουσέφ, μια κίνηση που συμβολίζει τη μεταβίβαση της εξουσίας στην πρώτη γυναίκα πρόεδρο της χώρας. ρκετές χιλιάδες Βραζιλιάνοι είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία των Τριών Εξουσιών, απέναντι από το προεδρικό μέγαρο του Πλανάλτο, στη Μπραζίλια και παρακολούθησαν την αποχώρηση του πρώην εργάτη που ανήλθε στον προεδρικό θώκο το 2003.
Ο Λούλα αγνόησε τα μέτρα ασφαλείας, βγήκε από το προεδρικό μέγαρο και πλησίασε το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί απ’ έξω. Νωρίτερα είχε επιβλέψει την ορκωμοσία της διαδόχου του, Ντίλμα Ρουσέφ.
Αφιέρωσε αρκετά λεπτά για να χαιρετίσει και να μιλήσει με υποστηρικτές του κόμματος Εργατών (PT) πριν να μπει στο αυτοκίνητο που επρόκειτο να τον μεταφέρει στην αεροπορική βάση της Μπραζίλιας.
Ο Λούλα επέστρεψε στη βιομηχανική πόλη Σάου Μπερνάρντου ντου Κάμπου, στην πολιτεία Σάου Πάουλου, όπου άρχισε την πολιτική του καριέρα ως συνδικαλιστής. Άφησε την εξουσία με δημοτικότητα-ρεκόρ, κοντά στο 90%. Το Σύνταγμα δεν επέτρεπε να διεκδικήσει τρίτη θητεία.
Ο Ζιλμπέρτου Καρβάλιου, ένας από τους κυριότερους συμβούλους του Λούλα, είπε ότι ο πρώην πρόεδρος ήταν «δακρυσμένος, εντελώς συγκινημένος» την τελευταία του ημέρα στην εξουσία. Λίγο πριν την τελετή παράδοσης άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι, πρόσθεσε ο Καρβάλιου. «Σε τελευταία ανάλυση κανένας δεν είναι φτιαγμένος από ατσάλι, κι ήταν ήδη τέσσερις το απόγευμα», συνέχισε.
Ο Λούλα δάκρυσε και στην αεροπορική βάση, όταν υποστηρικτές του τραγούδησαν τον Ύμνο της Νίκης. Το μουσικό κομμάτι, που είχε συντεθεί για τον εκλιπόντα θρύλο της Φόρμουλας 1 Αΐρτον Σένα, συγκινεί τους περισσότερους Βραζιλιάνους.
Μια μπάντα που είχαν προσλάβει φίλοι και πρώην σύντροφοι του Λούλα για την περίσταση έπαιξε επίσης τον ύμνο της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας, Κορίντσανς.
Πριν επιστρέψει στο Σάου Μπερνάρντου ντου Κάμπου ο Λούλα ταξίδεψε στο Σάου Πάουλου για να επισκεφθεί τον αντιπρόεδρό του, Ζουζέ ντε Αλενκάρ. Ο Αλενκάρ, ο οποίος μάχεται με τον καρκίνο από το 1997, νοσηλεύεται σε νοσοκομείο από την περασμένη εβδομάδα λόγω εσωτερικής αιμορραγίας. Οι γιατροί του απαγόρευσαν να παραστεί στην τελετή ορκωμοσίας της Ρουσέφ.
Ο Λούλα αναμένεται να κάνει διακοπές περίπου 20 ημερών, πιθανώς σε μια στρατιωτική βάση στην πόλη Γκουαρουζά, στην πολιτεία Σάου Πάουλου, είπε ο Καρβάλιου.
Σε μια απλή τελετή ο Λούλα φίλησε θερμά την 63χρονη πρώην προσωπάρχη του πριν της παραδώσει την πρασινοκίτρινη εσάρπα, με τα χρώματα της Βραζιλίας. Η Ντίλμα Ρουσέλ είχε ορκιστεί λίγο νωρίτερα η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Βραζιλίας και δήλωσε συγκινημένη που διαδέχεται τον Λούλα, “τον μεγαλύτερο ηγέτη στην ιστορία της χώρας”, όπως τόνισε.
Παρότι αποχωρεί, “ο Λούλα θα είναι μαζί μας” επισήμανε στην ομιλία της προσθέτοντας ότι η διαδοχή του απερχόμενου χαρισματικού προέδρου ήταν μια “πραγματική πρόκληση”. Νωρίτερα στην πρώτη ομιλία ενώπιον του Κογκρέσου, η νέα πρόεδρος δεσμεύτηκε να εξαλείψει την ακραία φτώχεια.
“Η πιο επίμονη μάχη που θα δώσει η κυβέρνησή μου θα είναι για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας” που πλήττει ακόμη 18 εκατομμύρια ανθρώπους στη χώρα με την όγδοη οικονομία παγκοσμίως. Η Ρουσέφ υπογράμμισε ωστόσο ότι τη δέσμευση αυτή πρέπει να αναλάβει όλη η βραζιλιάνικη κοινωνία. Η παιδεία, η υγεία και η ασφάλεια είναι επίσης οι τομείς προτεραιότητας της κυβέρνησής της.
Η Ρουσέφ διαδέχεται τον ντα Σίλβα που εγκαταλείπει την εξουσία ύστερα από θητεία οκτώ ετών και με τη δημοτικότητά του στα ύψη, με ποσοστό ρεκόρ 87%. Η Ρουσέφ άρχισε την ομιλία της τιμώντας τον Λούλα, τον πολιτικό της μέντορα και δηλώνοντας πως η ίδια αισθάνεται μεγάλη τιμή που είναι πρόεδρος σε αυτή τη χώρα των 191 εκατομμυρίων κατοίκων. “Θέλω να ενισχύσω το μεταρρυθμιστικό έργο του προέδρου Λούλα”, είπε. Η νέα πρόεδρος είπε ότι “θα είναι ασυμβίβαστη όσον αφορά το δημόσιο συμφέρον”. “Η διαφθορά θα πατάσσεται σε μόνιμη βάση”, υπογράμμισε.
Μεγάλες προκλήσεις υπό μια βαριά πολιτική κληρονομιά σηματοδοτεί η ανάληψη της προεδρίας της Βραζιλίας για πρώτη φορά από γυναίκα, από την Ντίλμα Ρούσεφ. Όπως αναμενόταν, η 62χρονη υποψήφια της Αριστεράς που ηγήθηκε μιας συμμαχίας συνολικά 10 κομμάτων (παράταξη την οποία είχε συγκροτήσει ο απερχόμενος πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα) επικράτησε καθαρά στον β΄ γύρο (με 56% έναντι 44%) του Σοσιαλδημοκράτη αντιπάλου της Χοσέ Σέρα (προέρχεται από το κόμμα PSDB του πρώην προέδρου της χώρας Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο).
Αξιοσημείωτο ποσοστό συγκέντρωσε, πάντως, στον α΄ γύρο και η 52χρονη υποψήφια των Οικολόγων και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Μαρίνα Σίλβα, που έφτασε το 19,5%, δείγμα της αποδυνάμωσης της πόλωσης ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα.
Η εκλογή της Ντίλμα Ρούσεφ μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο του πρωταγωνιστικού ρόλου που παίζουν πλέον οι γυναίκες στη Νότια Αμερική, όπως δείχνει η πρόσφατη εκλογή της Λάουρα Τσιντσίλα στην προεδρία της Κόστα Ρίκα, η τετραετής διακυβέρνηση της Χιλής από τη Μισέλ Μπασελέτ (2006-2010) ή η εν εξελίξει προεδρική θητεία της Κριστίνα Κίρχνερ στην Αργεντινή, η οποία μετά τον προ ημερών θάνατο του συζύγου της και πρώην προέδρου βάζει παρακαταθήκη για την επανεκλογή της στο ύπατο αξίωμα.
Από την πλευρά της, η Ρούσεφ δεσμεύτηκε να συνεχίσει την αριστερή πολιτική του Λούλα, που παραδίδει την εξουσία αναγκαστικά (εκ του Συντάγματος) έπειτα από δύο συνεχόμενες προεδρικές θητείες (2002-2010), ενώ η ίδια δήλωσε ότι από τις βασικές προτεραιότητές της θα είναι η εξίσωση των δύο φύλων, καθώς και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των 20 εκατομμυρίων πιο φτωχών κατοίκων της χώρας.
Υψηλά στην ατζέντα της θα είναι επίσης η προώθηση του προγράμματος για τη βελτίωση των κρατικών υποδομών, καθώς και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου που βρέθηκαν πρόσφατα στη χώρα, τα οποία αναμένεται να την καταστήσουν μία από τις 10 μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς παγκοσμίως.
Αν και η «μητέρα του έθνους» (όπως την αποκαλούσε κατά την προεκλογική περίοδο ο Λούλα) υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει το δρόμο του προκατόχου της, τα σημεία που χωρίζουν τους δύο δεν είναι αμελητέα. Πρώτα πρώτα, η νέα πρόεδρος δεν είναι αυτό που λέμε «παιδί του λαού», όπως ο Λούλα ντα Σίλβα. Ο τελευταίος, τέκνο μιας πάμφτωχης οικογένειας από την υποβαθμισμένη βορειοανατολική Βραζιλία, ξεκίνησε ως λούστρος πριν γίνει εργάτης της μεταλλουργίας στη βιομηχανική ζώνη του Σάο Πάολο και εν συνεχεία επικεφαλής του συνδικάτου του κλάδου. Επιπλέον, είναι αυτοδημιούργητος της πολιτικής, ενώ υπήρξε ο ιδρυτής του Εργατικού Κόμματος (PT). Μάλιστα, πριν από τον εκλογικό του θρίαμβο το 2002, είχαν προηγηθεί τρεις αποτυχημένες υποψηφιότητές του για την προεδρία (1989, 1994, 1998), πράγμα που σημαίνει ότι τίποτα δεν του χαρίστηκε εύκολα και χωρίς κόπο.
Με άλλα λόγια, σε μια κοινωνία με τρομερές κοινωνικές ανισότητες, όπως η βραζιλιάνικη, ο Λούλα υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος που ήταν «κανονικός άνθρωπος», με τον οποίο τα λαϊκά στρώματα μπορούσαν να ταυτιστούν και να φαντασιωθούν ότι μπορούν και οι ίδιοι να αγγίξουν το «βραζιλιάνικο όνειρο».
Αντιθέτως, η Ντίλμα Ρουσέφ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μεσοαστική οικογένεια βουλγαρικής καταγωγής, σπούδασε οικονομικά, ενώ πριν από την εκλογή της στο ύπατο αξίωμα της χώρας ουδέποτε είχε εκτεθεί στη διαδικασία του εκλέγεσθαι – είχε μόνο διατελέσει δημόσιος υπάλληλος καριέρας στην τοπική και την κεντρική διοίκηση. Την πολιτική της εμπλοκή την οφείλει εξολοκλήρου στον μέντορά της, που το 2003-2005 της εμπιστεύτηκε το ισχυρό πόστο του υπουργείου Ενέργειας και αμέσως μετά την τοποθέτησε επικεφαλής του προεδρικού του γραφείου μέχρι το Μάρτιο του 2010, οπότε και της έδωσε δημοσίως το χρίσμα να τον διαδεχτεί στην προεδρία της χώρας.
Εξάλλου στο επικοινωνιακό επίπεδο η κ. Ρουσέφ δεν έχει καμία σχέση με ένα αυθεντικό ταλέντο της επικοινωνίας όπως ο Λούλα. Το προσωνύμιό της «σιδηρά κυρία» ανταποκρίνεται στο δυναμικό της προφίλ, το οποίο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει από τα μετεφηβικά της χρόνια, όταν μετά την επιβολή της δικτατορίας στη χώρα, το 1964, ενεπλάκη σε ακροαριστερές οργανώσεις (η ίδια αρνείται πάντως ότι είχε αναπτύξει ένοπλη δράση) και μάλιστα υπέστη βασανιστήρια και τριετή φυλάκιση από το τότε καθεστώς.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι η πολιτική τής Ντίλμα Ρουσέφ δεν θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει την κληρονομιά του Λούλα. Άλλωστε ούτε ο αριστερός πρόεδρος είχε ισοπεδώσει τα κεκτημένα της προεδρίας του δεξιού κ. Καρντόζο. Η βαρύτερη κληρονομιά την οποία καλείται να υπερασπιστεί η νέα πρόεδρος αφότου αναλάβει καθήκοντα, την 1η Ιανουαρίου του νέου έτους, είναι η συνέχιση της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η θεσμοθετημένη αύξηση του κατώτερου μισθού, το κοινωνικό πρόγραμμα στήριξης του οικογενειακού προϋπολογισμού υπό την ονομασία Bolsa Familia και η δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας έθεσαν την προηγούμενη οκταετία τα θεμέλια αυτής της διαδικασίας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένης Οικονομικής Έρευνας (Ioea), το 2002, όταν ανέλαβε τις τύχες της χώρας ο Λούλα, βρήκε το 34% των Βραζιλιάνων να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό το οποίο έπεσε στο 22,6%, μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησής του.
Σύμφωνα δε με άλλη έρευνα, ανάμεσα στο 2003 και στο 2009, 29 εκατομμύρια άνθρωποι ανήλθαν εισοδηματικά σε αυτό που αποκαλείται μεσαία τάξη. Αυτή αποτελεί, ούτως ή άλλως, και την εκλογική βάση του Εργατικού Κόμματος, καθώς η πλειοψηφία των ανώτερων στρωμάτων (όσοι κερδίζουν πάνω από 3.200 δολάρια το μήνα) είναι ψηφοφόροι τού PSDB.
Φυσικά δεν έχουν επιλυθεί όλα τα μεγάλα προβλήματα και η αντιμετώπισή τους θέτει ψηλά τον πήχη για τη νεοεκλεγείσα πρόεδρο. Η Βραζιλία θεωρείται μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες αναδυόμενες οικονομίες του κόσμου, μαζί με τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία (BRIC), όμως η έκρηξη στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια δεν συνοδεύτηκε και από ποιοτική βελτίωση του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Οι ελλείψεις στην εκπαίδευση δεν έχουν επιτρέψει ακόμη τη διαμόρφωση επαρκούς αριθμού εξειδικευμένων στελεχών.
Παράλληλα, πτώση καταγράφει και ο βιομηχανικός κλάδος, που συρρικνώθηκε από το 25% στο 15% του ΑΕΠ, καθώς λόγω των υψηλών επιτοκίων και του ακριβού ρεάλ οι βραζιλιάνικες εξαγωγές δεν είναι αρκούντως ανταγωνιστικές. Έτσι, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Βραζιλίας είναι φέτος της τάξης του 7,5%, εξακολουθεί να υπολείπεται συγκριτικά με τις άλλες τρεις μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες.
Μικρές αναμένεται να είναι και οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Περισσότερο θα αφορούν μάλλον το ύφος, παρά την ουσία της. Η νέα πρόεδρος δεν θα μπορεί να παίζει με τόση άνεση το παιχνίδι των διεθνών επαφών όπως ο τόσο δημοφιλής στο εξωτερικό Λούλα ντα Σίλβα. Ωστόσο η Βραζιλία έχει πλέον παγιωθεί ως μια διεθνής δύναμη μεσαίου μεγέθους και συνεπώς θα εξακολουθήσει να έχει ένα όχι ευκαταφρόνητο ειδικό βάρος σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα. Έτσι, το ενδιαφέρον της για την Αφρική και τη Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να είναι υψηλό, ενώ όπου κρίνεται απαραίτητο θα συνεχίσει να διαφοροποιείται, λιγότερο ή περισσότερο, και από τις ΗΠΑ.
Η Ρουσέφ αναλαμβάνει, λοιπόν, την εξουσία σε μια στιγμή που οι προοπτικές για τη χώρα είναι ευοίωνες. Στη διάρκεια της θητείας της θα έχει μάλιστα την τύχη να προβάλει παγκοσμίως τη Βραζιλία και μέσα από τις δύο μεγαλύτερες γιορτές του αθλητισμού: τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2014 και των Ολυμπιακών Αγώνων στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2016. Η αφορμή θα είναι προφανώς ιδανική για να επικυρώσει και συμβολικά την αναβαθμισμένη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα.