Περίοδος αβεβαιότητας αρχίζει σήμερα στην Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, την επομένη της νίκης στις βουλευτικές εκλογές της Τζόρτζια Μελόνι, επικεφαλής ενός συνασπισμού δεξιάς/άκρας δεξιάς που θα πρέπει να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις.
Καθώς έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η επικεφαλής του μεταφασιστικού κόμματος Αδελφοί της Ιταλίας και οι σύμμαχοί της Ματέο Σαλβίνι της Λέγκα, που τάσσεται κατά των μεταναστών, και Σίλβιο Μπερλουσκόνι του δεξιού κόμματος Φόρτσα Ιτάλια θα επιχειρήσουν μέσα στις επόμενες ημέρες να σχηματίσουν μια κυβέρνηση.
Η βραδεία καταμέτρηση των ψηφοδελτίων επιβεβαίωνε σήμερα το πρωί το καθαρό προβάδισμα της Μελόνι, η οποία συγκεντρώνει πάνω από το 26% των ψήφων. Το κόμμα της είναι πλέον ο πρώτος πολιτικός σχηματισμός της χώρας, μπροστά από το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του Ενρίκο Λέτα που συγκεντρώνει 19%.
Μαζί με τη Λέγκα και τη Φόρτσα Ιτάλια, θα διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και τη Γερουσία.
Κατά την πρώτη και σύντομη δήλωση που έκανε μετά την ψηφοφορία, η Τζόρτζια Μελόνι θέλησε να καθησυχάσει τον κόσμο, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό, όπου η γαλλίδα πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν προειδοποίησε πως η Γαλλία θα παρακολουθεί «με προσοχή» το «σεβασμό» των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του δικαιώματος στην άμβλωση.
«Θα κυβερνήσουμε για όλους» τους Ιταλούς, υποσχέθηκε η Τζόρτζια Μελόνι. «Θα κυβερνήσουμε με στόχο να ενώσουμε το λαό».
Ο δεξιός Τύπος είναι σήμερα ενθουσιώδης. «Επανάσταση στις κάλπες», είναι ο τίτλος της Il Giornale, της εφημερίδας της οικογένειας Μπερλουσκόνι, ενώ η Libero διαπιστώνει: «Η αριστερά ηττήθηκε, (είμαστε) ελεύθεροι!!!».
«Η Μελόνι παίρνει την Ιταλία», γράφει αντίθετα η εφημερίδα της αριστεράς La Repubblica που αντιτάχθηκε μετωπικά στην Τζόρτζια Μελόνι στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η La Stampa απαριθμεί «τις χίλιες αβεβαιότητες» που αντιμετωπίζει η Ιταλία μετά την «ιστορική νίκη» της άκρας δεξιάς.
«Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει ένα μήνα πριν από την εκατονταετηρίδα της πορείας προς τη Ρώμη και της έναρξης των 20 ετών της δικτατορίας του Μουσολίνι αποτελεί σύμπτωση: οι Ιταλοί που ψήφισαν την Μελόνι δεν το έκαναν από νοσταλγία για το φασισμό», όμως το κοινό σημείο ανάμεσα στον φασίστα δικτάτορα και την Μελόνι είναι ότι ανέβηκαν και οι δύο στην εξουσία «έπειτα από ένα μοναχικό μαραθώνιο εναντίον όλων», αναλύει η εφημερίδα του Τορίνο.
– Οικονομικές προκλήσεις –
Η νέα κυβέρνηση θα διαδεχθεί την κυβέρνηση εθνικής ενότητας της οποίας ηγείτο από τον Ιανουάριο 2021 ο Μάριο Ντράγκι, ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος κλήθηκε στο προσκεφάλι της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης που γονάτισε εξαιτίας της πανδημίας.
Ο Ντράγκι είχε διαπραγματευθεί με τις Βυρξέλλες τη χορήγηση σχεδόν 200 δισεκ. ευρώ σε οικονομικές αρωγές προς την Ιταλία με αντάλλαγμα βαθιές οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ένα μάννα που αντιπροσωπεύει τη μερίδα του λέοντος του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης.
Παρά τα διακυβεύματα, κόμματα που είχαν δεχθεί να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του (οι Αδελφοί της Ιταλίας είχαν μείνει στην αντιπολίτευση) κατέληξαν το καλοκαίρι να τον ρίξουν για καθαρά εκλογικούς λόγους, επιφέροντας την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Και ενώ ο «Σούπερ Μάριο», ο οποίος είχε παρουσιαστεί ως σωτήρας της ευρωζώνης κατά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, εμφανιζόταν ως εγγύηση αξιοπιστίας στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων του, η έλευση στην εξουσία της εθνικιστικής και ευρωσκεπτικιστικής άκρας δεξιάς προκαλεί φόβους για νέα περίοδο αστάθειας.
Πολύ περισσότερο που η Ιταλία έχει δημόσιο χρέος που ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ της, ο πληθωρισμός τρέχει στη χώρα με περισσότερο από 9% και οι λογαριασμοί του αερίου και του ηλεκτρικού δημιουργούν προβλήματα σε εκατομμύρια ανθρώπους.
Το Χρηματιστήριο του Μιλάνου βρισκόταν σε άνοδο σήμερα το πρωί, καθώς η νίκη της άκρας δεξιάς είχε σε μεγάλο βαθμό προβλεφθεί από τις αγορές. Την Παρασκευή το ιταλικό χρηματιστήριο είχε σημειώσει πτώση 3,36%, τη μεγαλύτερη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων.
Ένδειξη των επίμονων ανησυχιών των επενδυτών για το χρέος της Ιταλίας αποτελεί το γεγονός ότι το «σπρεντ», δηλαδή η διαφορά στο επιτόκιο ανάμεσα στο δεκαετές γερμανικό ομόλογο και το δεκαετές ομόλογο της Ιταλίας, ανέβηκε σήμερα στις 235 μονάδες, σημειώνοντας αύξηση κατά 6,68%.