Η Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας υποβάθμισε κατά το ήμισυ τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της χώρας για το επόμενο έτος, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει την κατανάλωση και τις επενδύσεις στην τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberh, η τράπεζα αναμένει πλέον αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,4% το 2023, από το 2,8% που προέβλεπε τον Ιούνιο και πολύ χαμηλότερα από την εκτίμηση της κυβέρνησης, η οποία μειώθηκε στο 2,1% αυτήν την εβδομάδα. Η τράπεζα εκτιμά ότι η οικονομία πιθανότατα να μην επιστρέψει στα προς της πανδημίας του κορονοϊού επίπεδα πριν από το α’ τρίμηνο του 2024, περίπου δύο τρίμηνα αργότερα από ό,τι εκτιμούσε προηγουμένως.
Η υποβάθμιση “οφείλεται μεταξύ άλλων στον υψηλό πληθωρισμό, στις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, στην αύξηση της αβεβαιότητας και στην ασθενέστερη παγκόσμια ζήτηση”, ανέφερε η κεντρική τράπεζα στην τριμηνιαία έκθεσή της την Τετάρτη.
Η Τράπεζα της Ισπανίας υπερδιπλασίασε την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό το επόμενο έτος στο 5,6%. Αναμένει ότι η αύξηση των τιμών καταναλωτή θα επιβραδυνθεί στο 1,9% το 2024, ελαφρώς πάνω από την πρόβλεψη του Ιουνίου για 1,8%.
Ο πληθωρισμός σε επίπεδο ρεκόρ στην ευρωζώνη ώθησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια κατά 125 μονάδες βάσης σε δύο στάδια τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών και την εδραίωση του υψηλού πληθωρισμού.
Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ισπανίας, Pablo Hernandez de Cos, ο οποίος είναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε ότι απαιτούνται περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων. Ο ίδιος εκτιμά ότι ένα τελικό επιτόκιο 2,25% έως 2,5% θα μειώσει τον πληθωρισμό στο στόχο της ΕΚΤ για 2% μέχρι το τέλος του 2024.
Ενώ ο πληθωρισμός υποχώρησε περισσότερο από το αναμενόμενο τον Σεπτέμβριο στο 9,3%, η Τράπεζα της Ισπανίας προειδοποίησε ότι οι αυξήσεις των τιμών εξαπλώνονται στο ήμισυ περίπου όλων των προϊόντων.
Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ δεσμεύτηκε για περισσότερα από 30 δισ. ευρώ σε μέτρα που περιλαμβάνουν επιδοτήσεις καυσίμων και μειώσεις φόρων για να μετριαστεί ο αντίκτυπος από την άνοδο των τιμών, τα οποία χρηματοδοτούνται εν μέρει από υψηλότερους φόρους για τους πλούσιους, τις τράπεζες και τις ενεργειακές εταιρείες.