Υψηλές θα παραμείνουν οι τιμές του φυσικού αερίου για ένα ακόμη έτος, εκτιμά ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος αναμένει σημαντική ανακούφιση για την διασφάλιση της προμήθειας από τους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου. Στο Βίλχελμσχάφεν πραγματοποιούνται ήδη δοκιμές.
«Μπορεί να είδαμε κάποια χαλάρωση στην αγορά, αλλά οι τιμές παραμένουν συγκριτικά υψηλές», δήλωσε ο κ. Χάμπεκ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa) και προέβλεψε ότι «η κατάσταση θα έχει βελτιωθεί προς το τέλος του 2023 – αν δεν έχει ήδη επιστρέψει στα επίπεδα του 2021». Μέχρι τότε οι νέες υποδομές θα έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει αντικατασταθεί πλήρως το ρωσικό φυσικό αέριο και οι τιμές να μπορούν να ρυθμιστούν εκ νέου, διευκρίνισε.
Ο υπουργός Οικονομίας εξέφρασε ακόμη την αισιοδοξία του σχετικά με την επάρκεια φυσικού αερίου για τον χειμώνα. Τα Χριστούγεννα, ανάφερε, οι δεξαμενές αποθήκευσης ήταν γεμάτες κατά 88% και, αν στις αρχές Φεβρουαρίου έχει διατηρηθεί ένα 40%, «τότε τα πράγματα φαίνονται καλά», εκτίμησε, ενώ τόνισε ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η προθυμία των πολιτών και της βιομηχανίας για εξοικονόμηση.
Ο κ. Χάμπεκ φαίνεται πάντως περισσότερο αισιόδοξος από πολλούς Γερμανούς. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου YouGov, το 29% αναμένει έλλειψη φυσικού αερίου για τον τρέχοντα χειμώνα και το 26% για τον χειμώνα 2023/24. Μόνο το 29% αισθάνεται βέβαιο ότι και για τους δύο χειμώνες η προμήθεια φυσικού αερίου είναι εξασφαλισμένη.
Αναφερόμενος στις σχετικά υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες στη Γερμανία, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωσε ότι «ο χειμώνας είναι ωραίος όταν κάνει κρύο», ενώ υπάρχει και η ανησυχία για την υπερθέρμανση του πλανήτη. «Φέτος όμως θα είμαι πολύ χαρούμενος αν δεν κάνει τόσο τσουχτερό κρύο», παραδέχτηκε.
Στις 21 Δεκεμβρίου τέθηκε σε δοκιμαστική λειτουργία ο τερματικός σταθμός LNG στο Βίλχελμσχάφεν, ενώ αναμένεται σύντομα να ακολουθήσουν οι σταθμοί στο Μεκλεμβούργο – Δυτική Πομερανία και στο Σλέσβιγκ – Χολστάιν. Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο θα πρέπει ο πρώτος τερματικός σταθμός να αποδίδει έως και 155 γιγαβατώρες ημερησίως, ποσότητα η οποία αντιστοιχεί στο 10% της ροής φυσικού αερίου που έφθανε κανονικά στη Γερμανία από τη Ρωσία μέσω του Nord Stream 1.