Οι χώρες στις οποίες έχει επιβληθεί διεθνές εμπάργκο όπλων κατάφεραν παρά τις απαγορεύσεις από το 2000 να εισάγουν όπλα αξίας μεγαλύτερης των 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με έκθεση της ανθρωπιστικής οργάνωσης Oxfam που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Αν και την περίοδο αυτή ίσχυαν 25 διεθνή εμπάργκο, τα οποία επέβαλαν τα Ηνωμένα Έθνη και περιφερειακοί οργανισμοί, πολλές χώρες κατάφεραν να συγκεντρώσουν σημαντικό οπλοστάσιο. Η έκθεση αναφέρει συγκεκριμένα την Βιρμανία (600 εκατομμύρια δολάρια το διάστημα 2000-2010), το Ιράν (547 εκατομμύρια από το 2007 ως το 2010) και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (124 εκατομμύρια από το 2000 ως το 2002).
Για την οργάνωση, τα στοιχεία αυτά δείχνουν πόσο αναγκαία είναι η υπογραφή μιας δεσμευτικής συνθήκης που θα καθορίζει το εμπόριο συμβατικών όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στον ΟΗΕ θα αρχίσει στις 2 Ιουλίου η διαπραγμάτευση διεθνούς συνθήκης για το εμπόριο κλασικών όπλων.
Η Oxfam αναφέρει το παράδειγμα της Συρίας, βασικός προμηθευτής της οποίας είναι η Ρωσία. Η Δαμασκός αγόρασε το 2010 έναντι 167 εκατομμυρίων δολαρίων σύστημα αντι-αεροπορικής άμυνας και έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων ελαφρά όπλα και πυρομαχικά.
Μέρος αυτών των όπλων “έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων”, υποστηρίζει η οργάνωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε στη Συρία τον Μάιο του 2011 εμπάργκο στις πωλήσεις “όπλων και υλικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην καταστολή”.
“Τα υπάρχοντα εμπάργκο είναι πολύ εύκολο να παραβιαστούν”, δήλωσε η Άννα ΜακΝτόναλντ διευθύντρια της εκστρατείας ελέγχου όπλων στην οργάνωση. “Πρέπει η νέα συνθήκη να είναι πραγματικά αυστηρή”, πρόσθεσε.
“Πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει ότι οι κανόνες για το εμπόριο…μπανάνας είναι αυστηρότεροι από αυτούς για το εμπόριο πολυβόλων”, είπε χαρακτηριστικά.
Για να είναι αποτελεσματική η συνθήκη αυτή θα πρέπει να περιέχει δεσμευτικούς όρους που θα εμποδίζουν την πώληση όπλων όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος τα όπλα αυτά είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για την παραβίαση των διεθνών νόμων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
“Το να υπάρχει μια χαλαρή συνθήκη είναι χειρότερο από το να μην υπάρχει καθόλου, γιατί νομιμοποιεί ένα ελαττωματικό σύστημα”, κατέληξε η ΜακΝτόναλντ.