Εμφανής είναι η έλλειψη ενθουσιασμού των Γάλλων ψηφοφόρων στον α’ γύρο των βουλευτικών εκλογών, καθώς από τα 46 εκατομμύρια των εγγεγραμμένων, μόλις το 20,06% είχε προσέλθει στις κάλπες κατά τις πρώτες μεσημβρινές ώρες. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο των προεδρικών, πριν από περίπου ένα μήνα (28,29%) και κατά μιάμιση μονάδα από το αντίστοιχο των βουλευτικών του 2007 (22,56%).
Στο Παρίσι, το ποσοστό προσέλευσης έως το μεσημέρι, ήταν πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο, αφού έφθασε μόλις το 13,65% έναντι 16,22% το 2007.
Τα στοιχεία των διαφόρων δημοσκοπήσεων συγκλίνουν στο ότι η αποχή αναμένεται να κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα, από 40% έως και 43% που είναι το τελευταίο ποσοστό που έδωσε η εταιρεία Ipsos την Παρασκευή.
Στο σύστημα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, η αποχή παίζει ένα ρόλο-κλειδί για τον δεύτερο γύρο, αφού όσοι θέλουν να συμμετέχουν, πέρα των δύο πρώτων, θα πρέπει να έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον το 12,5% των εγγεγραμμένων.
Το εκλογικό σύστημα για τις βουλευτικές στη Γαλλία είναι “πλειοψηφικό με μονοεδρικές, δύο γύρων”. Το σύνολο των 577 εκλογικών περιφερειών, όπως καθορίσθηκαν το 2009, μετά την τελευταία απογραφή, θα δώσει τους 577 βουλευτές της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης.
Κατά τον σημερινό πρώτο γύρο, εκλεγμένοι θα θεωρηθούν όσοι καταφέρουν να συγκεντρώσουν άνω του 50% των εκφρασμένων ψηφοδελτίων, που θα πρέπει να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 25% των εγγεγραμμένων.
Στον δεύτερο γύρο συμμετέχουν οι δύο πρώτοι, αλλά και όσοι το επιθυμούν, εφ’όσον όμως έχουν συγκεντρώσει στον πρώτο γύρο το 12,5% των εγγεγραμμένων.
Μια μεγάλη αποχή μειώνει επομένως για πολλούς τη δυνατότητα συμμετοχής στο δεύτερο γύρο και τη δημιουργία των λεγόμενων “τριγωνικών” υποψηφιοτήτων. Αυτό αφορά ιδιαίτερα το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν που έχει δηλώσει ότι θα διατηρήσει, όπου είναι δυνατόν τους υποψηφίους του στον δεύτερο γύρο, αποκλείοντας κάθε συνεργασία.
Στόχος των σοσιαλιστών στις βουλευτικές αυτές εκλογές, είναι να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή με τουλάχιστον 289 έδρες.
Με δεδομένο ότι οι σοσιαλιστές έχουν ήδη την πλειοψηφία στη Γερουσία, αυτό θα σημαίνει ότι ο Φρανσουά Ολάντ θα μπορέσει ανεμπόδιστα να εφαρμόσει την πολιτική του.
Ο στόχος της δεξιάς (UMP) υπήρξε διπλός: Η επίτευξη μιας “συγκατοίκησης” και η αποφυγή του κινδύνου του Εθνικού Μετώπου (FN).
Την συγκατοίκηση την ονειρεύτηκε στην αρχή της εκλογικής εκστρατείας, ελπίζοντας ότι οι Γάλλοι θα της δώσουν την πλειοψηφία στη Βουλή, ώστε να αποφευχθεί “η παντοδυναμία” των σοσιαλιστών σε Βουλή, Γερουσία και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Σύντομα όμως εγκατέλειψαν το όραμα αυτό αφού όλες οι δημοσκοπήσεις έδωσαν τις δυνάμεις της αριστεράς να προηγούνται με 10 ποσοστιαίες μονάδες φθάνοντας το 45%, ακριβώς το αντίθετο του συσχετισμού δυνάμεων που είχαμε το 2007.
Άλλωστε θεωρείται παράδοση για τους Γάλλους, να παρέχουν σε κάθε νεοεκλεγέντα πρόεδρο τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, δίνοντας του την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο κίνδυνος του FN είναι η άλλη μεγάλη πρόκληση για τη δεξιά, αφού στρατηγική της Μαριν Λεπέν είναι να προκαλέσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό “τριγωνικών” συμμετοχών, διατηρώντας στον δεύτερο γύρο τους υποψηφίους του κόμματός της, ώστε να προκληθεί η ήττα των δεξιών υποψηφίων.
Μια τέτοια αναστάτωση θα μπορούσε να προκαλέσει την “αναδιάρθρωση του χώρου της δεξιάς” πράγμα που αποτελεί τον κύριο και τον απώτερο στόχο της Μαρίν Λεπέν. Στις προεδρικές εκλογές η Μαρίν Λεπέν είχε περάσει το όριο του 25% σε 59 εκλογικές περιφέρειες. Σε αυτές τις περιφέρειες, οι υποψήφιοι της ακροδεξιάς έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να καταφέρουν να περάσουν στο δεύτερο γύρο.