Για κείνη, δεν υπάρχουν χαμένες υποθέσεις. Μόνο θύματα που αξίζει κανείς να υπερασπιστεί. Η ιρανή δικηγόρος Νασρίν Σοτουντέχ παραμένει ατρόμητη ακόμη και στο κελί της, στις διαβόητες φυλακές του Εβίν.
«Πρέπει να απελευθερωθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι!» έλεγε πρόσφατα στους ανακριτές της που της ζητούσαν να σταματήσει την απεργία πείνας που είχε ξεκινήσει. Τον περασμένο μήνα αναγκάστηκε τελικά να το κάνει λόγω του σοβαρού κινδύνου που αντιμετώπιζε η υγεία της.
Ο όρος που είχε θέσει ήταν πράγματι ελάχιστα ρεαλιστικός αν λάβει κανείς υπόψη την έκταση της καταστολής στην Τεχεράνη από τότε που ο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ επανεξελέγη με αμφιλεγόμενο τρόπο, τον Ιούνιο του 2009. «Όμως ο αγώνας της Νασρίν δεν έχει όρια και αυτό ακριβώς το πάθος της θέλουν να τιμωρήσουν οι αρχές», λέει στη Φιγκαρό μια φίλη της, υπό το κράτος ακόμα του σοκ που προκάλεσε η καταδίκη της δικηγόρου σε κάθειρξη 11 ετών. Εκτός από αυτό, της επιβλήθηκε επίσης απαγόρευση να ασκήσει το επάγγελμά της και να εγκαταλείψει τη χώρα για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Ο λόγος; Ότι «ενήργησε εναντίον της εθνικής ασφάλειας και έκανε προπαγάνδα κατά του ιρανικού καθεστώτος».
«Είναι παράλογο!» αναφωνεί ο σύζυγός της. «Από πότε η νόμιμη υπεράσπιση ενός ατόμου συνιστά έγκλημα; Η Νασρίν έχει ήδη θυσιάσει τα πάντα για τη χώρα της. Εχει δεχθεί τις χειρότερες απειλές. Στους τέσσερις μήνες της προφυλάκισής της έχασε 14 κιλά και είδε τον θάνατο από κοντά. Αμφιβάλλω αν αυτή η πρόσθετη πίεση θα την κάνει να σωπάσει».
Η 45χρονη Νασρίν ήξερε ότι κινδυνεύει. Στην Τεχεράνη, η σύλληψη δικηγόρων αποτελεί συνηθισμένη πρακτική με στόχο τη φίμωση των ανθρώπων τους οποίους υπερασπίζονται. Στη φυλακή βρίσκονται και δύο από τους πιο στενούς της συνεργάτες, η Σίβα Ναζαραχαρί και ο Μοχάμαντ Σεϊφζαντέχ. Για να αποφύγει αυτή την τύχη, ο Μοχάμαντ Μοσταφαεϊ – πρώην δικηγόρος της Σακινέχ, της γυναίκας που έχει καταδικαστεί σε λιθοβολισμό – πήρε τον περασμένο Ιούλιο τον δρόμο της εξορίας. Οσο για τη Σιρίν Εμπάντι, που το 2003 τιμήθηκε με το Νομπέλ ειρήνης, δεν έχει πατήσει το πόδι της στη χώρα μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
Η ιδέα να φύγει δεν είχε περάσει όμως ποτέ από το μυαλό της Νασρίν. «Η φυγή συνιστά αποτυχία», έλεγε στη Φιγκαρό πριν από λίγα χρόνια, όταν είχε ήδη αρχίσει να δέχεται πιέσεις από το καθεστώς. Κι έτσι συνέχισε να δέχεται στο μικρό δικηγορικό της γραφείο, πάντα δωρεάν, τις οικογένειες των πελατών της, είτε ήταν φεμινίστριες είτε δημοσιογράφοι είτε μπλόγκερ. Και να διαμαρτύρεται για την άρνηση των αρχών να της επιτρέψουν να επισκέπτεται τους πελάτες της ή να έχει πρόσβαση στους φακέλλους τους.
Πρόσφατα, είχε δεχθεί να υπερασπιστεί πολλούς αγνώστους που συνελήφθησαν στις μετεκλογικές διαδηλώσεις. Αυτό που εξόργισε όμως τα ακραία στοιχεία του καθεστώτος ήταν η απόφασή της να μιλήσει στον διεθνή Τύπο για τις συστηματικές «παρεκκλίσεις» του συστήματος: την κατασκευή ενοχοποιητικών στοιχείων, την απόσπαση ομολογιών με βασανιστήρια, την απαγόρευση της παρουσίας των δικηγόρων στις δίκες. Πρώτα, οι υπηρεσίες ασφαλείας μπλοκάρισαν επί δύο μήνες το κινητό της τηλέφωνο. Κι όταν είδαν ότι η δικηγόρος συνέχισε την εκστρατεία της, την έκλεισαν στην απομόνωση.
Είχε άραγε συνειδητοποιήσει ότι η καταδίκη της θα ήταν τόσο βαρειά; Μετά τη σύλληψή της, έχει καταφέρει να δει μόλις δύο φορές τα παιδιά της, την 11χρονη Μεχραβέχ και την 3χρονη Νίμα. Οι αρχές δεν της επέτρεψαν ούτε να παραστεί στην κηδεία του πατέρα της, που πέθανε στα τέλη του 2010. Οι τέσσερις δικηγόροι που ανέλαβαν να την υπερασπιστούν δέχονται ήδη απειλές. Και ο σύζυγός της απευθύνει έκκληση για διεθνή κινητοποίηση. «Στην τελευταία μου επίσκεψη στο Εβίν, η Νασρίν μου ζήτησε να της πάω ένα βιβλίο του Βάτσλαβ Χάβελ, γιατί έμαθε ότι την υποστήριξε».
Τη μεγαλύτερη ενθάρρυνση, όμως, ο Ρεζά Χαντάν τη δέχεται από τους συμπατριώτες του. Οι γείτονές, οι καταστηματάρχες, οι ταξιτζήδες του λένε συνεχώς θερμά λόγια. «Τον περασμένο μήνα, η δασκάλα της κόρης μας ζήτησε από τους μαθητές να προσευχηθούν για τη Νασρίν. Κι όμως, η γυναίκα αυτή είχε ψηφίσει τον Αχμαντινεζάντ…»