Μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου της Αυστραλίας υποστηρίζουν ότι δεν θα καταβάλουν έξτρα φόρο ή «στη χειρότερη περίπτωση ελάχιστο», παρά το γεγονός ότι θα αντλήσουν αποθέματα δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι εταιρείες αυτές υποστηρίζουν πως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, θα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά η τιμή των καυσίμων για να πληρώσουν έξτρα φόρους ενώ η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι θα εισέπραττε 6 δισ. δολάρια. Αν οι εκτιμήσεις των πολυεθνικών αποδειχθούν σωστές τότε ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός δεν θα είναι πλεονασματικός, όπως προβλέπει η κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή, αντιδράσεις έχει προκαλέσει η δήλωση του υπουργού Φυσικών Πόρων της Αυστραλίας, Μάρτιν Φέργκιουσον, ότι «οι εξαγωγές ορυκτού πλούτου κορυφώθηκαν και τώρα θα αρχίσει η μείωσή τους». Η Αυστραλία διαθέτει βιομηχανία φυσικών πόρων, συνολικής αξίας 275 δισ. δολαρίων, η οποία βοήθησε σημαντικά τη χώρα να αντεπεξέλθει χωρίς ιδιαίτερες απώλειες στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης.
Αλλοι υπουργοί της κυβέρνησης αλλά και οικονομολόγοι λένε πως δεν υπάρχει λόγος για πανικό. Τα στοιχεία για τις εξαγωγές της Αυστραλίας παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ενώ ισχυρή είναι και η δυναμική του κλάδου.
Την άποψη αυτή στηρίζει και ο διοικητής της Αποθεματικής Τράπεζας, Γκλέν Στίβενς, που σημείωσε πως «υπάρχουν δισεκατομμύρια δολάρια επενδυμένα σε ορυχεία, η ζήτηση παραμένει μεγάλη και ο ορυκτός πλούτος θα εξακολουθεί να στηρίζει την αυστραλιανή οικονομία».
«Η οικονομία μας», συνέχισε ο κ. Στίβενς, «βρίσκεται στο καλύτερό της επίπεδο για τα τελευταία 40 χρόνια. Η ανεργία είναι στο 5%, ο πληθωρισμός στο 2% και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας στο 3,75%».
Αφορμή για τα αντιφατικά σχόλια γύρω από τη μελλοντική πορεία της αυστραλιανής οικονομίας έδωσε η ανακοίνωση της BHP Billiton, που γνωστοποίησε τη μείωση των ετήσιων καθαρών κερδών της κατά 35%. Η μεγαλύτερη μεταλλευτική εταιρεία στον κόσμο, έκανε γνωστό ότι τα καθαρά κέρδη της για το οικονομικό έτος, που ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου, διαμορφώθηκαν στα 15,4 δισ. δολάρια, έναντι κερδών 23,6 δισ. δολαρίων το προηγούμενο έτος.
Εκτός αυτού, η εταιρεία ανακοίνωσε επίσης ότι αναβάλει τα σχέδια της για την επέκταση του Ολυμπιακού Φράγματος και του προγράμματος εξόρυξης ουρανίου στη Νότια Αυστραλία, τονίζοντας ότι θα αναζητήσει τρόπο για τη μείωση του κόστους. Η αγγλο-αυστραλιανή εταιρεία ακολουθεί έτσι το παράδειγμα των άλλων δύο μεγάλων εταιρειών του μεταλλευτικού κλάδου, των Rio Tinto Group και Xstrata, που είχαν ανακοινώσει μειωμένα επίπεδα κερδοφορίας, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πτώση των τιμών εμπορευμάτων.
Η ομοσπονδιακή αντιπολίτευση έσπευσε να κατηγορήσει την κυβερνητική πολιτική για την μείωση των κερδών της BHP Billiton, κάτι που διέψευσε και η ίδια η εταιρεία.
Τέλος προειδοποίηση για τον ολοένα και αυξανόμενο κίνδυνο ύφεσης στην Αυστραλία, κατά το επόμενο, έτος προχώρησε η Deutsche Bank, επικαλούμενη το «καθοδικό σπιράλ» στο οποίο έχουν παγιδευτεί οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων που εξάγει η χώρα.
Οπως αναφέρει σε έκθεσή του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank για θέματα της Αυστραλίας, Ανταμ Μπόιτον, οι όροι εμπορίου της χώρας, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των πληρωμών που λαμβάνει για τις εξαγωγές της και των πληρωμών για τις εισαγωγές, αναμένεται να επιδεινωθούν έως και 15% κατά τη διάρκεια του 2012. «Κατά το διάστημα των τελευταίων πενήντα ετών, τέτοιες ανάλογες μειώσεις σε όρους εμπορίου έχουν συμβεί μόλις πέντε φορές. Στις τρεις από τις πέντε φορές, η οικονομία είχε εισέλθει σε ύφεση» συμπλήρωσε ο κ. Μπόιτον.
Σημειώνεται ότι οι τιμές των βασικών εξαγώγιμων εμπορευμάτων της Αυστραλίας, όπως του σιδηρομεταλλεύματος και του άνθρακα, διαμορφώνονται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια, καθώς η οικονομία της Κίνας, του μεγαλύτερου εμπορικού εταίρου της Αυστραλίας, παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης. Εκτός αυτού, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η βιομηχανία εξαγωγών έχουν επιδεινωθεί και από τη συνεχιζόμενη άνοδο του αυστραλιανού δολαρίου, το οποίο βρίσκεται κοντά σε υψηλά τριάντα ετών. Η Αυστραλία συγκαταλέγεται στη μικρή ομάδα χωρών που διατηρούν την κορυφαία αξιολόγηση ΑΑΑ, με το νόμισμα της χώρας να αποτελεί ένα από τα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια για τα συναλλαγματικά αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο. O επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής τράπεζας προειδοποίησε ότι μία απότομη πτώση στους όρους εμπορίου θα μπορούσε να έχει άμεσες συνέπειες για τη μεταλλευτική βιομηχανία, η οποία υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο 7% του ΑΕΠ της Αυστραλίας.
Η έκθεση της Deutsche Bank έρχεται σε αντίθεση με έκθεση που είχε δημοσιεύσει η κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας, στην οποία είχε αναβαθμίσει τις εκτιμήσεις της για τον εφετινό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Συγκεκριμένα, η κεντρική τράπεζα είχε αναβαθμίσει την εκτίμησή της, στο 3,5% από το 3%, επικαλούμενη την ισχύ τόσο των καταναλωτικών δαπανών όσο και των δραστηριοτήτων του μεταλλευτικού κλάδου.