Η δεινή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας βρέθηκε στο επίκεντρο του προεδρικού ντιμπέιτ ανάμεσα στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και τον ρεπουμπλικανό αντίπαλό του Μιτ Ρόμνεϊ.
Κονδύλια του προϋπολογισμού, ποσοστά, στατιστικά στοιχεία και πολλές (αντικρουόμενες) μελέτες έκαναν τις ομιλίες των δύο αντιπάλων να θυμίζουν διαγωνισμό μαθηματικών. Η καταμέτρηση δισεκατομμυρίων και τρισεκατομμυρίων δολαρίων έφτασε σε τέτοιο σημείο που οι «New York Times» δημιούργησαν ειδικό blog στην ιστοσελίδα τους στο οποίο κατέγραφαν «αριθμητικούς ελέγχους» («fact checks») κάθε φορά που ένας ομιλητής ανέφερε έναν νέο αριθμό!
Η μεσαία τάξη στο επίκεντρο
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης ήταν ότι οι δύο υποψήφιοι είχαν δύο μεγάλα «κοινά»:
Πρώτον, και οι δύο υποψήφιοι έμοιαζαν να απευθύνονται αποκλειστικά στη μεσαία τάξη. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία αναμενόμενο για τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος «σφράγισε» την ομιλία του με το σλόγκαν «Αν η μεσαία τάξη τα καταφέρνει, η Αμερική τα καταφέρνει».
Η έκπληξη ήταν ότι και ο Μιτ Ρόμνεϊ επικεντρώθηκε στους μικρομεσαίους, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να δηλώσει ρητά ότι δεν σκοπεύει να ελαφρύνει το μερίδιο συμμετοχής των πλουσίων στη φορολογία.
Δεύτερον, και οι δύο υποψήφιοι έμοιαζαν να βρίσκονται σε θέση άμυνας, προσπαθώντας συχνά να ξεκαθαρίσουν τι «δεν είπαν» ή τι «δεν έκαναν», παρά να εξηγήσουν τι προτίθενται να κάνουν.
Ο πρόεδρος Ομπάμα, όπως ήταν αναμενόμενο, βρισκόταν στη δύσκολη θέση να υπερασπιστεί μια οικονομική πολιτική που οδήγησε την ανεργία σε ποσοστά άνω του 8% – ποσοστό που ο Ρόμνεϊ εκμεταλλεύτηκε συστηματικά κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ, εμπλουτίζοντάς το με προσωπικές (και ενίοτε δακρύβρεχτες) ιστορίες ανέργων που συνάντησε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του.
Ωστόσο, ο Ρόμνεϊ είχε και αυτός μία δύσκολη «άμυνα» να φέρει εις πέρας. Ο λόγος είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες σειρά αντικρουόμενων μελετών είδαν το φως της δημοσιότητας, με αντικείμενο το φορολογικό πρόγραμμα του ρεπουμπλικανού υποψηφίου, τη «ναυαρχίδα» της προεδρικής του καμπάνιας.
Περισσότερες από τις μισές μελέτες έκριναν το πρόγραμμα του Ρόμνεϊ ως «μαθηματικά ανεφάρμοστο». Ο Ομπάμα, όπως αναμενόταν, δεν άφησε το στοιχείο αυτό ανεκμετάλλευτο. Αφιέρωσε μεγάλο τμήμα της ομιλίας του στο να αποδείξει ότι το πρόγραμμα του Ρόμνεϊ δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς η μεσαία τάξη να επωμισθεί μεγαλύτερο φορολογικό βάρος.
Προσπάθησε έτσι να δείξει ότι – είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας – ο Ρόμνεϊ θα καταλήξει να βοηθά τους πλουσίους εις βάρος των μικρομεσαίων.
Ρόμνεϊ ο νικητής
Δευτερόλεπτα μετά τη λήξη του ντιμπέιτ, το ίντερνετ «βούιξε» με σχόλια σχετικά με τον νικητή της λογομαχίας. Η «Wall Street Journal» δημιούργησε μια συλλογή σχολίων από τους λογαριασμούς στο Twitter διασήμων προσώπων της πολιτικής, της Τέχνης και της διανόησης.
Η συντριπτική πλειονότητα από αυτούς παραδέχονταν – χωρίς να κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους – ότι ο Ρόμνεϊ έκλεψε τις εντυπώσεις. Ο βασικός λόγος ήταν το γεγονός ότι μετέβαλε στρατηγική, επικεντρώνοντας την ομιλία του στη μεσαία τάξη και παρουσιάζοντας το φορολογικό του πρόγραμμα ως στοχευμένο προς την ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων.
Μία ώρα μετά τη λήξη του ντιμπέιτ τα πρώτα γκάλοπ είδαν το φως της δημοσιότητας και ανακήρυτταν και επισήμως πλέον ως νικητή τον Μιτ Ρόμνεϊ.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του τηλεοπτικού καναλιού CBS, 46% των ψηφοφόρων θεωρούν τον Ρόμνεϊ ως επικρατούντα. Στη δε δημοσκόπηση του CNN, ο Ρόμνεϊ εμφανίζεται ως νικητής για το 67% των ψηφοφόρων, έναντι 25% που συγκέντρωσε ο Ομπάμα.