«Οι παράνομοι δεν είναι καλοδεχούμενοι»,: η επιγραφή τούτη στην πόρτα ενός εργοταξίου στο Τόκιο φαντάζει παράταιρη για το συγκεκριμένο σημείο, αλλά στην Ιαπωνία η στάση τούτη συμβολίζει την αλλαγή, προς το αυστηρότερο, απέναντι στη μαφιόζικη οργάνωση της γιακούζα, που επί δεκαετίες δρούσε με απόλυτη ατιμωρησία.
Όπως η πλειονότητα των ομοειδών οργανώσεων ανά τον κόσμο, οι οικογένειες της γιακούζα πλούτισαν χάρις στα παράνομα στοιχήματα, τα ναρκωτικά, την πορνεία, την ‘προστασία’ και την τοκογλυφία. Αλλά σε αντίθεση προς την κινεζική ‘τριάδα’, ή την ιταλική Μάφια, οι δραστηριότητες του ιαπωνικού οργανωμένου εγκλήματος ουδέποτε διεξάγονταν εν κρυπτώ και παραβύστω, αλλά ανοικτά και από γνωστά γραφεία.
Θεωρούμενη ως οργάνωση των «θεάρεστων έργων», η γιακούζα διατηρούσε επί χρόνια άρρηκτες σχέσεις με τον συντηρητικό πολιτικό κόσμο, ο οποίος κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή αδιάλειπτα σχεδόν από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε γενικές γραμμές και η αστυνομία έχει την τάση να μην καταδιώκει τη γιακούζα, καθώς λογαριάζει στη δυναμική της επικάλυψη του υπόκοσμου για να πατάξει τους μικροαπατεώνες και την καθημερινή εγκληματικότητα-αρκεί οι δραστηριότητές της να μην βλάπτουν άμεσα του έντιμους πολίτες.
Μολαταύτα, ο κώδικας δράσης της γιακούζα ανατράπηκε τα τελευταία χρόνια από την Κοντοκάι, μία ομάδα προερχόμενη από τα σπλάχνα της πιο δυναμικής πτέρυγας της οργάνωσης, τη Γιαμαγκούτσι-γκούμι, όπως τονίζει ο Τζέικ Άντελσταϊν, που καλύπτει επί χρόνια το αστυνομικό δελτίο για λογαριασμό μεγάλης ιαπωνικής εφημερίδας.
«Οι γιακούζα υποτίθεται πως παρέμεναν στη σκιά, και η αστυνομία ανεχόταν την ύπαρξή τους ως έναν βαθμό», τονίζει ο ίδιος, όμως οι Κοντοκάι εφάρμοσαν εξόχως βίαιες μεθόδους, απειλώντας ακόμη και αστυνομικούς και μέλη των οικογενειών τους. «Απέκτησαν ακόμη και τη φήμη ότι στρέφονται ακόμη και κατά απλών ανθρώπων», προσθέτει.
Στα τέλη του περασμένου χρόνου, η αστυνομία συνέλαβε με φαντασμαγορικό τρόπο τον Κιγιόσι Τακαγιάμα, τον φερόμενο ως αρχηγό της Κοντοκάι και ντε φάκτο αρχηγό της Γιαμαγκούσι-γκούμι, της οποίας το ‘αφεντικό’ Κενίτσι Σινόντα βρίσκεται από το 2005 πίσω από τα σίδερα για παραβίαση του νόμου περί οπλοφορίας.
Το 2010 είχε συλληφθεί επίσης και ο τρίτος στην ιεραρχία της οργάνωσης Ταντάσι Ίριε.
Οι συλλήψεις τούτες, που μόλις πριν λίγα χρόνια θα θεωρούνταν αφάνταστες, είναι έργο της στρατηγικής του αρχηγού της αστυνομίας Τακαχάρου Άντο, ο οποίος έχει κηρύξει τον πόλεμο στη γιακούζα.
Σύμφωνα με τον Άντελσταϊν, ο Άντο είναι «ο Έλιοτ Νες που ανέμεναν οι Ιάπωνες. Είναι πολύ θαρραλέος και έχει ασύγκριτη αίσθηση της τακτικής».
Η ψήφιση ενός νόμου κατά του οργανωμένου εγκλήματος το 2008 διευκόλυνε τωόντι το έργο των διωκτικών αρχών. Η μία μετά την άλλη, οι εισαγγελίες στο Αρχιπέλαγος έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν τα μέτρα που θέτουν εκτός νόμου τις εταιρείες που έχουν συστήσει οι μαφιόζοι.
Πλέον, η νομοθεσία ορίζει πως οι αρχηγοί της γιακούζα θα είναι υπόλογοι για εγκλήματα που διαπράττουν οι υφιστάμενοί τους και τα συμβόλαια που υπογράφονται πλέον μεταξύ των εταιρειών περιλαμβάνουν ρήτρα που επιβάλλει ότι κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν αποτελεί μέλος κάποιας «ομάδας με αντικοινωνική δραστηριότητα», έναν ευφημισμό για την όποια αναφορά στη γιακούζα.
Αντλώντας θάρρος από τη νέα στάση απέναντι στη γιακούζα και τη δράση της αστυνομίας, οι επιτροπές κατοίκων που έχουν συσταθεί για τον σκοπό αυτό έχουν κάνει έργο ζωής να αποτρέψουν την εισβολή νέων μαφιόζικων οργανώσεων στους εργασιακούς χώρους και τις γειτονιές.
Ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό τομέα, όπου οι εταιρείες χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τη γιακούζα για τη στρατολόγηση φθηνών εργατικών χεριών, για τη διάλυση απεργιακών κινητοποιήσεων, ή για τον εκφοβισμό κατοίκων που αντιδρούσαν σε προγράμματα οικιστικής ανάπτυξης, η τάση έχει αρχίσει να αντιστρέφεται.
Για παράδειγμα μπροστά από τον πύργο τηλεπικοινωνιών Tokyo Sky Tree έχει τοποθετηθεί η επιγραφή που φέρει την εικόνα ενός ‘μάνγκα’ με υψωμένη τη γροθιά του και τη διαβεβαίωση πως το έργο ολοκληρώνεται χωρίς την παραμικρή εμπλοκή μιας μαφιόζικης οργάνωσης.
«Οι καιροί έχουν αλλάξει. Ήλθε η ώρα να πούμε καθαρά όχι», τονίζει ο Χιροκάζου Σάτο, υπεύθυνος εργοταξίου στο θέατρο Καμπουκίζα, στο πλούσιο προάστιο Γκίνζα, όπου η γιακούζα θεωρείται πλέον ανεπιθύμητο πρόσωπο.