Ως την «τραγική ιστορία» της Κύπρου, χαρακτήρισε ο τέως Υπουργός Οικονομικών Μιχάλης Σαρρής, τη συνεχή αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών, οι οποίες ανήλθαν σήμερα στα 23 δισ. ευρώ.
O τέως Υπουργός ανέφερε ότι «κάθε φορά που αφήνεις τον καιρό να περνά ο λογαριασμός αυξάνεται και όταν προσέρχεσαι στο ταμείο για να τον πληρώσεις ανακαλύπτεις ότι είναι πολύ μεγαλύτερο το ποσό».
Ταυτόχρονα, σε σχέση με το νομοσχέδιο που στάλθηκε από λειτουργό του ΥΠΟΙΚ στην Γενική Εισαγγελία στις 15 Μαρτίου για νομοτεχνική επεξεργασία, ο κ. Σαρρής ξεκαθάρισε ότι «ήταν νομοσχέδιο που επικεντρώνονταν στη φορολόγηση των τόκων» επί των καταθέσεων, αλλά σε αυτό υπήρχε «η διασφάλιση να φορολογηθεί και μέρος των καταθέσεων εάν το κεφάλαιο αποσυρόταν πριν το τέλος του χρόνου».
«Όλοι οι λειτουργοί είχαν γενικές υποδείξεις ότι έπρεπε να ετοιμαστούν τα αναγκαία νομοσχέδια. Αυτή ήταν η γενική μας κατεύθυνση, χωρίς να δεχθούμε το κούρεμα αλλά να είμαστε έτοιμοι με εναλλακτικές λύσεις», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «δεν τίθετο θέμα να ετοιμαστεί κάτι που να είχε οποιαδήποτε σχέση με κούρεμα καταθέσεων».
Ταυτόχρονα, ο τέως ΥΠΟΙΚ είπε ότι η παράταση της περιόδου προσαρμογής μέχρι το 2018 «σημαίνει ότι για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια μέχρι που να ανακάμψει η οικονομία δεν χρειάζονται επιπρόσθετα μέτρα», ενώ αναφέρθηκε στην ανάγκη να τηρηθούν όσα έχουν συμφωνηθεί, σημειώνοντας ότι «η προσήλωση της Ιρλανδίας στους δημοσιονομικούς της στόχους οδήγησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην απόφαση να μετατρέψει το ELA σε μακροπρόθεσμο δάνειο».
Επίσης, εξέφρασε την άποψη ότι αν υιοθετείτο η πρώτη απόφαση του Eurogroup, που είχε συμφωνηθεί τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ καλύτερα.
Μιλώντας σε σημερινή δημοσιογραφική διάσκεψη, ο Μιχάλης Σαρρής υπογράμμισε ότι «η πολιτική ηγεσία ήταν ξεκάθαρη από την αρχή ότι παρόλο τα δημοσιεύματα και παρόλο ότι ήταν γνωστό η ισχυρή της Τρόικας που ήταν το ΔΝΤ και η ισχυρή της Ευρωζώνης που ήταν η Γερμανία επέμεναν σε κάποιου είδους συμμετοχή των καταθετών στην χρηματοδότηση του πακέτου για την Κύπρο, εμείς ήμασταν κάθετα εναντίον και προσπαθούσαμε να βρούμε εναλλακτικές λύσεις με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Σύμφωνα με τον κ. Σαρρή, «οι κατευθύνσεις που είχαν οι λειτουργοί του ΥΠΟΙΚ ήταν να ετοιμάσουν τα νομοσχέδια για την εναλλακτική λύση που είχαμε” και η οποία ήταν το τέλος σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές που καταβάλλουν οι τράπεζες να αυξηθεί από 0,11% σε 0,15%, ο εταιρικός φόρος να αυξηθεί από 10% σε 12,5% και η φορολόγηση των τόκων επί των καταθέσεων που ήταν μέρος του πακέτου με το οποίο θα αποφεύγαμε το κούρεμα».
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, σύμφωνα με τον κ. Σαρρή, ήταν και η πιθανή φορολόγηση των τόκων πάνω στις καταθέσεις. «Είναι γνωστό ότι η Κύπρος έχει σχετικά υψηλά καταθετικά επιτόκια και επομένως σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είπαμε αν υπήρχε κάποια φορολόγηση μέχρι και 50% των τόκων θα υπήρχε μια σημαντική συνεισφορά», σημείωσε.
Πρόσθεσε ότι σε μια μακρά συζήτηση στη διάρκεια της νύκτας από τις 15 μέχρι τις 16 Μαρτίου έγινε η πρώτη εισήγηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ένα κούρεμα 3%-5%-7% και μετά καταλήξαμε στο 6,75% για καταθέτες κάτω των 100.000 ευρώ και 9,9% για καταθέτες πέρα των 100.000 ευρώ.
«Μία λύση που τώρα υπό το φως των δραματικών εξελίξεων που έχει πάρει το όλο θέμα με κουρέματα που επεκτείνονται σε πολύ σημαντικά ποσοστά των καταθέσεων και το κλείσιμο της Λαϊκής, πιστεύω αν υιοθετείτο η λύση που είχε συμφωνηθεί τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ καλύτερα», είπε ο τέως ΥΠΟΙΚ.
Αναφορικά με την αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών της Κύπρου, στα 23 δισ. ευρώ, ο κ. Σαρρής είπε ότι «κατά τη διάρκεια του 2012, ακόμη και η δημοσιονομική προσαρμογή, ακόμη και οι ανάγκες της τράπεζας θα ήταν πολύ μικρότερες».
«Υπό το φάσμα αυτής της σεισμικής επίθεσης εναντίον του τραπεζικού μας συστήματος το οποίο σημαίνει ότι οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας τα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα είναι πολύ αρνητικοί, το γεγονός ότι οι κεφαλαιουχικές ανάγκες των τραπεζών είναι πολύ μεγαλύτερες σημαίνει ότι οι δανειοδότηση στην Κύπρο αυξάνεται», είπε ο κ. Σαρρής, προσθέτοντας ότι «πετύχαμε να πάρουμε μια παράταση της περιόδου προσαρμογής μέχρι το 2018 και ενώ αυξήθηκαν αυτοί οι αριθμοί, σημαίνει ότι για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια μέχρι που να ανακάμψει η οικονομία δεν χρειάζονται επιπρόσθετα μέτρα».