Νομικά ανοιχτό και πολιτικά έωλο χαρακτήρισε το θέμα των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνης Μπρεδήμας. Σε διάλεξή του με θέμα : «Οι αγγλικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο και το Διεθνές Δίκαιο», η οποία οργανώθηκε από το πολιτικό γραφείο του πρώην υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου Γιώργου Λιλλήκα, στη Δημοσιογραφική Εστία στη Λευκωσία, ο καθηγητής επεσήμανε ότι «έστω και στο πλαίσιο μιας πρώτης προσέγγισης, το ζήτημα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο παραμένει νομικά ανοικτό και πολιτικό έωλο». Όπως ανέφερε, η δημιουργία τους, το 1960, υπήρξε προϊόν πολιτικής αυθαιρεσίας της αποικιοκρατικής δύναμης, σε ευθεία αντίθεση με τους κανόνες και την πρακτική των Ηνωμένων Εθνών.
«Η προσπάθεια νομιμοποίησης αυτής της παρανομίας στη βάση μιας “εξαναγκαστικής” συναίνεσης της νεογέννητης Κυπριακής Δημοκρατίας, στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια». Εξηγώντας ο καθηγητής, ανέφερε ότι:
-Πρώτον, η Βρετανία εξακολουθεί να αγνοεί το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διατήρηση της ακεραιότητας του εδάφους της.
-Δεύτερον, η επίκληση της συναίνεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως νομιμοποιητικού λόγου της προσβολής της ακεραιότητας της Κύπρου – που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του δικαιώματος αυτοδιάθεσης- έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον χαρακτήρα του τελευταίου ως κανόνα jus cogens (σ.σ. κανόνας που δεν επιδέχεται παρέκκλιση).
-Τρίτον, εξακολουθεί να αγνοεί το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των μη-βρετανικής υπηκοότητας κατοίκων των Βάσεων, που δεν μπόρεσαν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα το 1960, σε αντίθεση και με τη διεθνή πρακτική σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως φαίνεται από την περίπτωση του WalvisΒay.
Και τέλος, τέταρτον, ακόμα και αν παρά τα ανωτέρω, «η παραμονή των περιοχών των βάσεων στην Κύπρο στη Βρετανική κυριαρχία θεωρηθεί ως νόμιμη, ενδεχόμενη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας -μέσω της άμεσης ή έμμεσης αναγνώρισης από τη Μ. Βρετανία αποσχιστικής κατάστασης- θα πρέπει να θεωρηθεί ως παραβίαση ουσιωδών στοιχείων της Συμφωνίας Εγκαθίδρυσης, που μπορεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να ενεργοποιήσει την εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας υιοθέτηση αντιμέτρων, τα οποία είναι δυνατόν να συνεπάγονται την απομάκρυνση των Βρετανών από το έδαφος των βάσεων».
Ο καθηγητής Μπρεδήμας σημείωσε ακόμα ότι επιτρέπεται σε προσωπικό των βάσεων να ασκεί ορισμένες επιχειρηματικές λειτουργίες, γεγονός αδιανόητο στην περίπτωση των κλασικών στρατιωτικών βάσεων. Από τα προαναφερθέντα, ανέφερε, προκύπτει ότι το καθεστώς των περιοχών των βάσεων δεν είναι ενιαίο. «Οι μεν περιοχές των στρατιωτικών εγκαταστάσεων μπορούν να χαρακτηρισθούν ως “βάσεις”, το μεγαλύτερο όμως μέρος τους έχει πάψει μεν να αποτελεί “αποικία”, με τη θεσμική έννοια του όρου, εξακολουθεί όμως να αποτελεί “υπερπόντιο έδαφος” της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή συνιστά ένα ιδιάζον “μη αυτόνομο έδαφος”. Και αυτό έχει νομικό ενδιαφέρον σε σχέση με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών».
Ο κ. Μπρεδήμας αναφέρθηκε και στο επιχείρημα που προβάλλεται από πολλούς, ότι ακόμα και αν τα προεκτεθέντα σχετικά με την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου είναι σωστά, η «παρανομία» αυτή έχει θεραπευθεί εκ του γεγονότος ότι η Κύπρος συναίνεσε στη βρετανική κυριαρχία επί των βάσεων. «Πράγματι», ανέφερε, «είναι βασικός κανόνας του διεθνούς δικαίου, κλασικού και σύγχρονου, ότι σε περίπτωση ενδοτικών κανόνων η συναίνεση θεραπεύει οποιαδήποτε παραβίαση. Η Κύπρος αποδέχθηκε, κατά τη στιγμή της σύναψης της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, τη βρετανική επικυριαρχία στις Βάσεις, έστω και αν αυτό ήταν προϊόν πιέσεων από Μεγάλη Βρετανία και Ελλάδα. Τα τελευταία όμως χρόνια, και ως συνέπεια της αρνητικής στάσης του Ηνωμένου Βασιλείου στο κυπριακό ζήτημα, υπήρξαν δηλώσεις από την κυπριακή πλευρά -ακόμα και σε ανώτατο επίπεδο, που έθεταν θέμα λειτουργίας των κυρίαρχων βάσεων (έμμεσα, δηλαδή, θέμα κυριαρχίας), χωρίς όμως παράλληλα να προσδιορίζεται η νομική βάση αυτής της αμφισβήτησης».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της προσβολής της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου από την ύπαρξη των κυρίαρχων βάσεων, αναφέρθηκε στην καθιέρωση από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ του κανόνα της εδαφικής ακεραιότητας του υπό αυτοδιάθεση εδάφους, δηλαδή ότι όταν ασκείται η αυτοδιάθεση, αυτή περιλαμβάνει το σύνολο του εδάφους.
Επεσήμανε ακόμα ότι η Γενική Συνέλευση ασχολήθηκε επίσης με την εδαφική ακεραιότητα στην περίπτωση των «περίκλειστων εδαφών» (enclaves). «Πρόκειται», όπως εξήγησε, «για μικρές εδαφικές μονάδες που περιβάλλονται από ένα ανεξάρτητο -πρώην αποικιακό έδαφος- που το διεκδικεί. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι βρετανικές κυρίαρχες βάσεις στην Κύπρο».
Σ’ όλες τις περιπτώσεις με τις οποίες ασχολήθηκε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ -Γκόα στην Ινδία, Ίφνι στο Μαρόκο και WalvisΒay στη Ναμίμπια- η Γενική Συνέλευση θεώρησε ότι αυτά τα περίκλειστα εδάφη ανήκουν στη χώρα που τα περιβάλλει», σημείωσε ο καθηγητής Μπρεδήμας.
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Λιλλήκας, στην εισαγωγική του ομιλία επεσήμανε ότι «Πέραν των νομικών πτυχών υπάρχουν και οι πολιτικές πτυχές και διαστάσεις του ζητήματος των Βρετανικών βάσεων».
Διαχρονικά κυριάρχησε η θέση πως, «ενόσω αντιμετωπίζουμε την τουρκική κατοχή, δεν θα πρέπει να ανοίξουμε ένα δεύτερο μέτωπο με την Αγγλία», είπε ο πρώην υπουργός και ανέφερε ότι η δική του απάντηση είναι πως το μέτωπο είναι ανοικτό εδώ και πολύ καιρό με υπαιτιότητα της Αγγλίας.
Το ουσιαστικό ερώτημα που εγείρεται, σύμφωνα με τον κ. Λιλλήκα είναι: «Πρέπει να ανταποδώσουμε τα πυρά, που δεχόμαστε από τη Βρετανία ή όχι; Πρέπει να δημιουργήσουμε κίνητρα στην Αγγλία για να αλλάξει πολιτική ή όχι;».