Η εισαγγελία του Μπανγκουί άρχισε έρευνα για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που διαπράχθηκαν από τον ανατραπέντα πρόεδρο της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μποζιζέ και τους συνεργάτες του στη διάρκεια του καθεστώτος του και μετά το πραξικόπημα που τον ανέτρεψε στις 24 Μαρτίου.
Μιλώντας σήμερα στο δημόσιο ραδιοσταθμό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αρσέν Σαντέ έκανε λόγο για «δολοφονίες, συλλήψεις, κατασχέσεις, αυθαίρετες κρατήσεις και βασανιστήρια, καταστροφές και πυρπολήσεις κατοικιών, απαγωγές, εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες και εξωδικαστικές, εξώθηση στο μίσος και τη γενοκτονία, οικονομικά εγκλήματα και πράξεις που ως εκ της φύσεώς τους θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ειρήνη».
Μεταξύ των περιπτώσεων δολοφονίας, ο υπουργός ανέφερε τους φόνους 119 ανθρώπων που φέρεται ότι εκτελέσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τη φρουρά του Φρανσουά Μποζιζέ με επικεφαλής τον λοχαγό Εζέν Νγκαϊκόσετ, τον επονομαζόμενο «χασάπη της Πάουα» (πόλη στη βορειοδυτική Κεντροφρικανική Δημοκρατία).
Η δικαιοσύνη θα ερευνήσει επίσης για την τύχη πολλών πολιτικών κρατουμένων στο στρατόπεδο του Μποσεμπελέ, 150 χλμ. βορειοδυτικά του Μπανγκουί.
Ο Σαντέ αναφέρθηκε ακόμη στα δημόσια κεφάλαια που έχουν υπεξαιρεθεί και που «υπολογίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια» φράγκα Κεντρικής Αφρικής. Για τις υπεξαιρέσεις αυτές κατηγορούνται ο ίδιος ο Μποζιζέ και οικείοι του, μεταξύ των οποιών ο πρώην υπουργός Οικονομικών Σιλβέν Ντουτινγκάι, ανιψιός του ανατραπέντος προέδρου.
Επίσης, σύμφωνα με τον υπουργό, περισσότερες από 12.000 κατοικίες πυρπολήθηκαν στο βόρειο τμήμα της χώρας, στο Κάγκα Μπαντόρο, και στο βορειοδυτικό, στην Πάουα, από άνδρες της προσωπικής φρουράς του Μποζιζέ το 2005 και 2006.
Ο πρώην πρόεδρος Μποζιζέ, 66 χρόνων, ο οποίος το 2003 είχε ανέβει και ο ίδιος στην εξουσία με τα όπλα, είχε εκλεγεί πρόεδρος το 2005 και επανεκλέγη το 2011, έπειτα από εκλογές που επικρίθηκαν έντονα από την αντιπολίτευση. Μετά την είσοδο των ανταρτών στο Μπανγκουί στα τέλη Μαρτίου, κατέφυγε στο Καμερούν.