Στα μέσα του 20ού αιώνα, η πρωτεύουσα του αυτοκινήτου είχε ένα όνομα: Ντιτρόιτ.
Κοιτίδα των Τριών Μεγάλων, Ford, Chrysler και General Motors, η πόλη ήταν συνώνυμη του αυτοκινήτου σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για διεθνούς φήμης ροκ συγκροτήματα, όπως οι MC5 (Motor City 5), ή δισκογραφικές εταιρείες, όπως η θρυλική Motown Records.
Έξι δεκαετίες μετά, όμως, το αυτοκίνητο «μετακόμισε». Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες προίκιζαν την πόλη με δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, μεταφέρθηκαν σε άλλες αμερικανικές πολιτείες ή στην Κίνα και στη Βραζιλία.
«Η αυτοκινητοβιομηχανία έπρεπε να αλλάξει, να εξελιχθεί», επισημαίνει ο Ντέιβιντ Κόουλ, γιος ενός εκ των προέδρων της General Motors.
«Δυστυχώς, το Ντιτρόιτ δεν το έκανε. Τα θεωρήσαμε όλα δεδομένα». Κάπως έτσι το Ντιτρόιτ θυσιάστηκε στον βωμό της γρήγορης και λιγότερο δαπανηρής κατασκευής. Το λίκνο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας -μια φορά κι έναν καιρό συνώνυμο του αμερικανικού ονείρου- κήρυξε, προχθές Πέμπτη, επισήμως πτώχευση.
Βυθισμένο στα τεράστια χρέη του και με κακοδιαχείριση δεκαετιών, σταμάτησε να εξυπηρετεί τις οικονομικές υποχρεώσεις του τον περασμένο μήνα και έγινε η μεγαλύτερη πόλη στην Ιστορία των ΗΠΑ που έλαβε μια τέτοια απόφαση.
«Πήρα αυτή τη δύσκολη απόφαση προκειμένου οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ να έχουν πρόσβαση στις στοιχειώδεις δημόσιες υπηρεσίες και η πόλη να αποκτήσει τις σταθερές οικονομικές βάσεις που θα της επιτρέψουν τη μελλοντική της ανάπτυξη», εξήγησε σε ανακοίνωσή του ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης του Μίσιγκαν Ρικ Σνάιντερ.
«Είναι η μοναδική λύση. Τα προβλήματα του Ντιτρόιτ είχαν αγνοηθεί πολύ καιρό. Είναι απένταρο», πρόσθεσε χωρίς να μασάει τα λόγια του. Αυτή είναι άλλωστε η πραγματικότητα. Τα τελευταία 60 χρόνια το Ντιτρόιτ αποσυντίθεται, με αποτέλεσμα να χρωστάει σήμερα 18,5 δισ. δολάρια.
Σύμφωνα με «Τα Νέα», οι κάτοικοι είναι ίσως οι μοναδικοί που δεν εξεπλάγησαν. Περίπου ένας στους τρεις ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι θέσεις εργασίας στην πόλη είναι δυσεύρετες, όπως και οι άνθρωποι. Ο πληθυσμός του Ντιτρόιτ μειώθηκε δραματικά: Από δύο εκατομμύρια τη δεκαετία του ’60 σε μόλις 700.000 σήμερα. Η ανεργία τριπλασιάστηκε από το 2000 αγγίζοντας σήμερα το 16%, ποσοστό διπλάσιο από τον εθνικό μέσο όρο. Τα ποσοστά των αυτοκτονιών είναι τα υψηλότερα των τελευταίων 40 ετών.
Ομοίως και το ποσοστό της εγκληματικότητας, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή το Ντιτρόιτ να περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πιο επικίνδυνες πόλεις των ΗΠΑ. Η Αστυνομία, εκ των πραγμάτων, είναι ανύπαρκτη: Ο κάτοικος του Ντιτρόιτ που θα καλέσει σε βοήθεια είναι υποχρεωμένος να περιμένει κατά μέσον όρο 58 λεπτά, όταν στις υπόλοιπες πολιτείες ο χρόνος αναμονής είναι μόλις 11 λεπτά.
Τι μένει ακόμη όρθιο στο άλλοτε πλούσιο Ντιτρόιτ; Περίπου 78.000 εγκαταλειμμένα κτίρια, τα οποία θυμίζουν τα περασμένα μεγαλεία του. Τα περισσότερα πάρκα έχουν κλείσει.
Μόλις το ένα τρίτο των ασθενοφόρων είναι ενεργά. Τα σχολεία υπολειτουργούν, ενώ η ομαλή λειτουργία της κυκλοφορίας των δρόμων επαφίεται στη συνείδηση των οδηγών: τουλάχιστον το πρώτο τετράμηνο του 2013 το 40% των φωτεινών σηματοδοτών ήταν εκτός λειτουργίας.
Πίσω όμως από τις αυστηρά οικονομικές προεκτάσεις της υπόθεσης, η πτώση του Ντιτρόιτ, σχολιάζει η «Μοντ», απηχεί την πτώση της αυτοκινητοβιομηχανίας, κλάδου της αμερικανικής βιομηχανίας που γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη στις αρχές του περασμένου αιώνα.