Ημέρα εθνικού πένθους κήρυξε η Ιταλία, μετά την πολύνεκρη τραγωδία με σκάφος που μετέφερε Αφρικανούς μετανάστες στις ακτές της Λαμπεντούζα. Το σκάφος που μετέφερε εκατοντάδες μετανάστες βυθίστηκε ανοιχτά του νησιού, παρασέρνοντας στον θάνατο δεκάδες άτομα.
Με ενός λεπτού σιγή θα τιμήσουν την Παρασκευή οι μαθητές των σχολείων της Ιταλίας τη μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας. Ενός λεπτού σιγή θα τηρηθεί και πριν από όλους τους αγώνες του ιταλικού πρωταθλήματος.
Ενός λεπτού σιγή τήρησαν και τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου της Ρώμης την Πέμπτη.
Πρόκειται για μία από τις χειρότερες τραγωδίες που λαμβάνει χώρα ανοιχτά των ιταλικών ακτών.
Μέχρι στιγμής έχουν ανασυρθεί 130 σοροί, ωστόσο ο αριθμός των θυμάτων αναμένεται να αυξηθεί, καθώς δεκάδες είναι οι αγνοούμενοι. Μόλις 155 άνθρωποι κατάφεραν να σωθούν.
Θέλοντας να τονίσει τη δραματικότητα της κατάστασης, ο επικεφαλής των υπηρεσιών υγείας της Λαμπεντούζα είπε: «Χρειαζόμαστε μόνο φέρετρα, όχι ασθενοφόρα».
Οι προσπάθειες εντοπισμού των περίπου 200 αγνοουμένων συνεχίζονται και την Παρασκευή, αν και οι ελπίδες να βρεθούν επιζώντες είναι ελάχιστες.
Ανάμεσα στους νεκρούς βρίσκονται και δύο έγκυες γυναίκες. Σύμφωνα με τη Σιμόνα Μοσκαρέλι, στέλεχος του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στη Ρώμη, μόνο τρεις από τις 100 γυναίκες που θεωρείτο ότι επέβαιναν στο πλοίο σώθηκαν, ενώ κανένα από τα 10 παιδιά δεν διασώθηκε.
«Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν. Μόνο οι δυνατοί επιβίωσαν» δήλωσε η ίδια στο Associated Press.
Ο σκίπερ του σκάφους, ένας 35χρονος από την Τυνησία συνελήφθη, ανακοίνωσε ο υπουργός Εσωτερικών, Αντζελίνο Αλφάνο, ο οποίος επισκέφθηκε την Πέμπτη τη Λαμπεντούζα.
Θλίψη και έκκληση για μέτρα
«Αυτή δεν είναι μια ιταλική τραγωδία, αυτή είναι μια ευρωπαϊκή τραγωδία», είπε ο Αλφάνο. «Η Λαμπεντούζα πρέπει να θεωρείται το προπύργιο της Ευρώπης, όχι το προπύργιο της Ιταλίας», πρόσθεσε.
Ο ιταλός πρόεδρος, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, κάλεσε σε δράση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. «προκειμένου να σταματήσει το συνεχές αιματοκύλισμα αθώων ανθρώπων».
Ζήτησε εποπτεία των ακτών «απ’ όπου αναχωρούν τα πλοιάρια για τα ταξίδια της απόγνωσης και του θανάτου».
Σε μήνυμά του στο Twitter ο πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα ανέφερε ότι πρόκειται για μια «τεράστια τραγωδία». Ο Λέτα συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο για να οριστεί η Παρασκευή ως ημέρα πένθους.
Στην τραγωδία αναφέρθηκε και ο Πάπας Φραγκίσκος. «Είναι πραγματικά ντροπή» είπε ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος είχε επιλέξει τη Λαμπεντούζα για το πρώτο ταξίδι του εντός ιταλικούς εδάφους.
«Είναι τρομερό, σαν νεκροταφείο» δήλωσε η δήμαρχος της Λαμπεντούζα, Τζιούζι Νικολίvι. «Πρόκειται για μια απέραντη φρίκη. Τι να περιμένουμε μετά από αυτό;» αναρωτήθηκε.
Η ίδια κατήγγειλε ότι τρία ψαράδικα σκάφη δεν σταμάτησαν να βοηθήσουν στην τραγωδία από τον φόβο μήπως διωχθούν για συνέργεια σε παράνομη μετανάστευση. «Περιμένω από την κυβέρνηση να ακυρώσει αυτό το αδίκημα», είπε.
Η Νικολίνι κάλεσε τον Λέτα να μεταβεί στο νησί και να μετρήσει τους νεκρούς μαζί της. «Θα είμαι εδώ, ανάμεσα στους νεκρούς», πρόσθεσε.
Παράλληλα, κατηγόρησε την Ευρώπη ότι στρέφει αλλού το βλέμμα, «για να μη δει μια ακόμα σφαγή αθώων».
«Αισθάνομαι φρίκη για το αυξανόμενο παγκόσμιο φαινόμενο της απώλειας στη θάλασσα των μεταναστών και όσων ξεφεύγουν από εστίες πολέμου ή διωγμούς» είπε ο Ανώτερος Επίτροπος του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Αντόνιο Γκουτέρες.
Το χρονικό της τραγωδίας
Εκτιμάται ότι το σκάφος μετέφερε περισσότερους από 450 μετανάστες και ότι είχε ξεκινήσει από τη Μισράτα της Λιβύης και μετέφερε μετανάστες από την Ερυθραία και τη Σομαλία.
Όταν άρχισαν να εισέρχονται νερά στο σκάφος, η έλλειψη κινητού τηλεφώνου φαίνεται ότι ήταν εκείνη που «καταδίκασε» τους μετανάστες.
Κι αυτό γιατί αντί να καλέσουν σε βοήθεια, κάποιος έβαλε φωτιά σε μια κουβέρτα στο πλοίο για να προσελκύσει την προσοχή άλλων σκαφών.
Ωστόσο, η φωτιά μετακινήθηκε στον χώρο καυσίμων και γρήγορα επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο σκάφος. Οι μετανάστες μετακινήθηκαν στη μία πλευρά του πλοίου, με αποτέλεσμα αυτό να βυθιστεί.
Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, 13 μετανάστες πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στη Σικελία.
Οι μαρτυρίες
«Βρέθηκα πεσμένος στη βενζίνη, χωρίς να βλέπω τίποτα. Μπορούσα να ακούσω μόνο τις κραυγές των άλλων, των αδελφών μου από την Ερυθραία. Είναι όλοι νεκροί. Ακόμα και έγκυες γυναίκες. Και αυτή η μυρωδιά, από βενζίνη και αλάτι, παραμένει μέσα μου» λέει μία από τις διασωθείσες.
«Ο κινητήρας χάλασε σε λίγα μίλια από την ακτή. Ήμασταν σίγουροι ότι είμαστε ασφαλείς, είδαμε τα φώτα του νησιού και άλλα σκάφη» λέει 32χρονος μετανάστης από την Ερυθραία στην εφημερίδα Repubblica.
«Πεθάναμε εξαιτίας μιας κουβέρτας. Όταν επεκτάθηκαν οι φλόγες, προσπαθήσαμε να τις σβήσουμε με άλλες κουβέρτες και με θαλασσινό νερό, αλλά όλα αποδείχθηκαν άχρηστα» προσθέτει.
Η Μόριαμ θυμάται τις σκηνές που έζησε: «Στην βάρκα επικρατούσε κόλαση, η κουβέρτα είχε αρπάξει φωτιά, όλοι φώναζαν και αγκαλιάζονταν. Το κρύο νερό, οι κραυγές, οι γυναίκες που προσπαθούσαν να κρατήσουν στη ζωή τα παιδιά τους. Κάπως έτσι άρχισε να βυθίζεται το πλοίο. Σκοτάδι σκέπασε τα πάντα».
Ένας ψαράς που προσπάθησε να βοηθήσει τους μετανάστες λέει: «Είδα μια θάλασσα από κεφάλια, χρειάστηκε μισή ώρα για να ανεβεί ο καθένας από αυτούς στο σκάφος, γιατί γλιστρούσαν εξαιτίας του πετρελαίου που είχε απλωθεί στην επιφάνεια της θάλασσας».
«Η σφαγή της ντροπής»
Ο ιταλικός Τύπος καταγγέλλει «τη σφαγή της ντροπής», το «νεκροταφείο» των μεταναστών ανοικτά της Λαμπεντούζα.
«Η σφαγή της ντροπής» είναι ο τίτλος στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας La Repubblica, η οποία επισημαίνει ότι πρόκειται για τη χειρότερη τραγωδία στη θάλασσα για παράνομους μετανάστες, με παιδιά και εγκύους να βρίσκονται μεταξύ των θυμάτων.
«Η σφαγή των μεταναστών, η Ιταλία σε πένθος» ο τίτλος της Corriere della Sera. «Σήμερα είναι μια ημέρα θλίψης και πένθους. Όμως, όταν τα δάκρυα στεγνώσουν και δείξουμε τους εγκληματίες αυτούς που ζουν από την εκμετάλλευση αυτών των απελπισμένων ανθρώπων, στοιβάζοντας 500 ανθρώπους σε ένα πλοιάριο μήκους μερικών μέτρων, τότε θα πούμε “αρκετά”» τονίζει ο αρθογράφος της εφημερίδας Τζιαν Αντόνιο Στέλα.
Η La Stampa δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα οικογενειακές φωτογραφίες που βρήκαν οι διασώστες σε τσάντες και σε ρούχα ανθρώπων που επέζησαν.