Η απόφαση να χαλαρώσει η αμφιλεγόμενη πολιτική του ενός παιδιού συνιστά ένα αποφασιστικής σημασίας βήμα, αλλά έχει περιορισμένο αντίκτυπο και η Κίνα θα πρέπει να προχωρήσει περισσότερο για να εξουδετερώσει τη “δημογραφική βόμβα” που αντιπροσωπεύει η γήρανση του πληθυσμού της, εκτιμούν εμπειρογνώμονες.
Το Πεκίνο παρουσίασε χθες, Παρασκευή, μια σημαντική τροποποίηση της πολιτικής του για τον έλεγχο των γεννήσεων ανακοινώνοντας πως τα ζευγάρια που το ένα μέλος τους είναι μοναχοπαίδι, θα έχουν πλέον την άδεια να αποκτούν δύο παιδιά.
“Δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν, μέσα σ’ ένα χρόνο, βλέπαμε και νέα μέτρα (χαλάρωσης), ακόμη και την πλήρη άρση” κάθε περιορισμού, δήλωσε στο Πεκίνο ο Ουάνγκ Φενγκ, διευθυντής του Κέντρου Μπρούκινγκς-Τσινγκχούα για τη δημόσια πολιτική. “Η κυβέρνηση κατοπτεύει το έδαφος. Γνωρίζουν πως πρέπει να απαλλαγούν απ’ αυτή την πολιτική (του ενός παιδιού) που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα κανενός”, πρόσθεσε.
Ο νόμος περί οικογενειακού σχεδιασμού τέθηκε σε ισχύ το 1979 για να επιτρέψει στην Κίνα να ελέγξει τον πληθυσμό της, ο οποίος είναι ο πιο πολυάριθμος στον κόσμο. Σύμφωνα με τις αρχές, επέτρεψε να αποφευχθούν 400 εκατομμύρια γεννήσεις.
Παρόλο που ο νόμος απαγορεύει στα ζευγάρια να έχουν πάνω από ένα παιδί, εξαιρέσεις είχαν θεσπισθεί για τις εθνοτικές μειονότητες ή για τα ζευγάρια στις αγροτικές περιοχές των οποίων το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι – μετά για τα ζευγάρια των οποίων αμφότερα τα μέλη ήταν μοναχοπαίδια.
Έτσι ο κανόνας του ενός παιδιού δεν εφαρμόζεται ήδη για περίπου το 37% των ζευγαριών στην Κίνα, σύμφωνα με μια μελέτη του 2007, και από την πλευρά τους τα εύπορα ζευγάρια δεν διστάζουν να αποκτήσουν δεύτερο παιδί πληρώνοντας το πρόστιμο.
Σύμφωνα με τον Ουάνγκ, η ανακοινωθείσα χαλάρωση του νόμου θα επιφέρει συνεπώς αλλαγή σε μόνο 10 εκατ. ζευγάρια – ένα μικρό μόνο κλάσμα του 1,3 δισεκ. κατοίκων της χώρας. “Δεν θα επηρεάσει πολύ κόσμο και δεν θα προκαλέσει αρκετές γεννήσεις ώστε να ανατραπούν οι δημογραφικές τάσεις της Κίνας”, προειδοποίησε. Ωστόσο πρόκειται για την πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση του οικογενειακού σχεδιασμού αφότου αυτός θεσπίσθηκε, και είναι ένα “αποφασιστικό” βήμα προς την κατάργησή του, υποστήριξε.
“Ήταν επιτέλους καιρός”, αντέδρασε η Τζόαν Κόφμαν, εμπειρογνώμονας δημόσιας πολιτικής του Columbia Global Centers στο Πεκίνο. “Δεν υπάρχουν πλέον ανησυχίες για υπερπληθυσμό”, επισήμανε, καθώς ο σημερινός ρυθμός γεννητικότητας είναι 1,5 παιδί ανά γυναίκα – “πολύ κάτω” από το όριο των 2,1 παιδιών που υποτίθεται ότι εγγυάται την ανανέωση των γενεών. Πράγματι, το κρίσιμο πρόβλημα της Κίνας είναι πλέον να ανακόψει τη γήρανση του πληθυσμού της έπειτα από τρεις δεκαετίες ελέγχου των γεννήσεων.
Ο κινεζικός πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας μειώθηκε πέρυσι για πρώτη φορά από το 1963, σύμφωνα με την κυβέρνηση, και οι Κινέζοι ηλικίας άνω των 60 ετών θα εκπροσωπούν το 2050 το 30% του συνολικού πληθυσμού, αντί για το 10% που εκπροσωπούσαν το 2000, προβλέπει ο ΟΗΕ.