Έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια από τη μέρα εκείνη του Οκτωβρίου του 2010 που οι 33 Χιλιανοί μεταλλωρύχοι διασώθηκαν από τα έγκατα του ορυχείου του Σαν Χοσέ, κάτω από την έρημο Ατακάμα.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι εφιάλτες συνεχίζουν να τους καταδιώκουν, όπως διαπιστώνει σε πρόσφατο εκτενές ρεπορτάζ του το BBC.
Η επιβίωση και η σωτηρία των «Los 33» ήταν μία από τις πιο συγκλονιστικές ειδήσεις του 2010. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, κάποιες στοές στο ορυχείο του Σαν Χοσέ κατέρρευσε εγκλωβίζοντας 33 μεταλλωρύχους σε βάθος 700 μέτρων. Για 17 ολόκληρες μέρες κανείς δεν είχε μάθει τι απέγιναν, και οι περισσότεροι υπέθεταν πως είχαν πεθάνει. Τα πάντα όμως άλλαξαν την ημέρα που η άκρη του τρυπανιού των ομάδων διάσωσης που επιχειρούσαν στην περιοχή, ανέσυρε στην επιφάνεια ένα μικρό κομμάτι χαρτί που έγραφε: «Είμαστε όλοι καλά στο καταφύγιο, και οι 33».
«Οι μεταλλωρύχοι τελικά κατάφεραν να επιβιώσουν μένοντας στα έγκατα της γης για ακόμη επτά εβδομάδες, διάστημα κατά το οποίο οι διασώστες τους έστελναν προμήθειες. Μέχρι την μέρα που σε παγκόσμια ζωντανή μετάδοση, ένας -ένας ανέβαιναν στην επιφάνεια και έπεφταν χαρούμενοι στις αγκαλιές των αγαπημένων τους προσώπων», γράφει ο ανταποκριτής του βρετανικού δικτύου Γκίντεον Λονγκ, προσθέτοντας ωστόσο πως η συνέχεια δεν ήταν το ίδιο αισιόδοξη.
«Ο Άλεξ Βέγκα ήταν παρών στις γεννήσεις και των τριών παιδιών του, ωστόσο σήμερα δεν θυμάται ότι βρισκόταν εκεί. Ξεχνάει πράγματα, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί ενώ υποφέρει από κατάθλιψη και για αυτό συχνά επισκέπτεται ψυχίατρο ο οποίος του παρέχει φαρμακευτική αγωγή», γράφει, φιλοξενώντας δηλώσεις του ίδιου του Βέγκα.
«Συχνά ξυπνάω από εφιάλτες ότι είμαι ξανά στο ορυχείο. Ξυπνάω ουρλιάζοντας γιατί ζω ξανά εκείνες τις στιγμές, λέω όμως συνέχεια στον εαυτό μου «πρέπει να τα καταφέρεις» και για αυτό προσπάθησα για μία εβδομάδα να δουλέψω σε ένα ορυχείο. Και κάθε μέρα πήγαινα ολοένα και πιο βαθιά στην γη για να νικήσω το φόβο μου», τονίζει ο νεαρός μεταλλωρύχος σε μια εμφανή απόπειρα του να πολεμήσει «τη φωτιά με τη φωτιά».
«Ακόμη και τώρα, οι περισσότεροι μεταλλωρύχοι χρήζουν ψυχιατρικής φροντίδας. Αρκετοί έχουν μείνει άνεργοι, ενώ κάποιοι ίσα που τα βγάζουν πέρα κάνοντας διάφορες δουλειές μερικής απασχόλησης. Ένας από τους 33 εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική του Σαντιάγο, ενώ τουλάχιστον δυο εξ’ αυτών προσπαθούν να απεξαρτηθούν από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Και ασφαλώς ακόμη να λάβουν την αποζημίωση που υποτίθεται ότι θα εισέπρατταν από τους ιδιοκτήτες του ορυχείου του Σαν Χοσέ», επισημαίνει το άρθρο.
«Τα πρώτα δύο χρόνια μετά το ατύχημα, ήμουν καλά, δεν είχα κανένα πρόβλημα, έπαιζα ποδόσφαιρο, είχα δουλειά, όλα ήταν καλά, αλλά μετά, εντελώς ξαφνικά… μπουμ», λέει ο 30χρονος Κάρλος Μπάριος, που υποτροπίασε στο σοκ που είχε υποστεί αρχικά κι εξαιτίας του παραιτήθηκε από τη δουλειά του σε ένα από τα μεγαλύτερα ορυχεία της Χιλής. Και εξομολογείται : «Επισκέφθηκα μία ψυχίατρο η οποία μου συνταγογράφησε φάρμακα τα οποία παίρνω ακόμη καθώς νιώθω εθισμένος σε αυτά. Κάθε βράδυ βλέπω εφιάλτες και φοβάμαι το σκοτάδι. Δεν μπορώ να κοιμηθώ με την γυναίκα μου ή τη μικρή μου κόρη, καθώς τις νύχτες ξυπνάω φωνάζοντας και τις ταράζω».
Τους πρώτους μήνες μετά την θεαματική ανάσυρσή τους από τα έγκατα της γης πολλές υποσχέρσεις δόθηκαν από πολιτικούςε, εταιρίες, οργανώσεις, ακόμη και…ξενοδόχους για δωρεάν διακοπές στους «33». Σήμερα, όλα αυτά έχουν αποδειχτεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, λόγια του αέρα.