Η ολοκλήρωση των μαραθώνιων διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Τρόικα απασχολεί τα σημερινά δημοσιεύματα των γερμανικών εφημερίδων.
«Η Ελλάδα παραμένει ασθενής» είναι ο τίτλος εκτενούς άρθρου στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle.
«Αυτή τη φορά η Τρόικα χρειάστηκε έξι μήνες για να ολοκληρώσει την – κανονικά τριμηνιαία – αξιολόγησή της στην Αθήνα. Η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα ελάχιστα είναι έτσι όπως έπρεπε να είναι (…). Απαιτήθηκε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι η χώρα να δρομολογήσει τα συμπεφωνημένα με τους δανειστές βήματα περικοπών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Παρόλα αυτά παραμένει αμφίβολο εάν στην τωρινή συμφωνία με την Τρόικα έχουν απαντηθεί όλα τα ανοιχτά ερωτήματα. Η χρονική διάρκεια της διαδικασίας δείχνει όμως επίσης ότι η Τρόικα δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε σαθρούς συμβιβασμούς. (…)
Ο ισχυρισμός του επιτρόπου Όλι Ρεν ότι η χώρα είναι έτοιμη να ξεπεράσει τον κίνδυνο ακούγεται σαν να προσπαθεί κανείς να δώσει κουράγιο στον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έγιναν πράγματα στην Ελλάδα. Η Τρόικα επιβεβαίωσε (…) το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2013. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν συνεχίζει να έχει ένα μη βιώσιμο χρέος. Με τις δικές της δυνάμεις η χώρα δεν μπορεί να το καταστήσει βιώσιμο και η κυβέρνηση δεν φαίνεται καν διατεθειμένη να το αλλάξει αυτό. Το φθινόπωρο θα πρέπει να αποφασιστούν τόσο οι ‘διευκολύνεις’ στις οποίες δεσμεύτηκαν οι χώρες της ευρωζώνης όσο και, σχεδόν βέβαια, ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας.
Οι κυνικοί θα πουν ότι η απομείωση του ελληνικού χρέους είναι μια ειλημμένη απόφαση. Εάν αληθεύει αυτό θα φανεί το αργότερο όταν ασχοληθεί με το ζήτημα το γερμανικό κοινοβούλιο. Το μέλλον του προγράμματος βοήθειας (και έτσι και του ελληνικού κράτους) αποφασίζεται όμως σε διαφορετικό επίπεδο. Στην παρούσα φάση και όσον αφορά τη διαχείριση των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων διαπιστώνεται στις τάξεις της ελληνικής κυβέρνησης μια αντικειμενικά τελείως αβάσιμη χαλαρότητα. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς θέλει να αξιοποιήσει το περίσσευμα του πρωτογενούς πλεονάσματος για κοινωνικές δαπάνες. Δεδομένης της εύθραυστης κατάστασης στο εσωτερικό ενόψει των ευρωεκλογών, μπορεί να δείξει κανείς κατανόηση για το ηρεμιστικό αυτό χάπι για τους πολίτες. Εντούτοις δεν προοιωνίζει τίποτε καλό για το μέλλον».