Αισιόδοξα μηνύματα για τις οικονομίες των χωρών του υρωπαϊκού Νότου εκπέμπει η εφημερίδα Wall Street Journal.
Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων την περασμένη εβδομάδα ήταν συμβολικά μία σημαντική στιγμή για την κρίση του ευρώ, αναφέρει δημοσίευμα της WSJ που τιτλοφορείται: «Το ρεύμα γυρίζει για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη».
Η ζήτηση ύψους 20 δισ. ευρώ από ξένους επενδυτές για το 5ετές ομόλογο, της χώρας που ήταν στο επίκεντρο της κρίσης, με απόδοση χαμηλότερη από 5%, δείχνει ότι η αγορά τώρα πιστεύει πως η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη, ότι δεν θα καταρρεύσει στο χάος και ότι η όποια περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της θα δοθεί από τους δημόσιους παρά τους ιδιώτες πιστωτές της. Πριν έναν χρόνο, λίγοι ήταν αυτοί που θα έβαζαν το στοίχημα αυτό, αναφέρει ο αρθρογράφος της εφημερίδας Σάιμον Νίξον, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αυτή ήταν, όμως, προσθέτει ο αρθρογράφος, η τελευταία μόνο από μία σειρά εξελίξεων εφέτος, που δείχνουν πόσο πολύ έχει αλλάξει το κλίμα στην αγορά σε σχέση με τη Νότια Ευρώπη. Η μεταβολή ξεκίνησε τον Ιανουάριο, όταν η κρατικοποιημένη ισπανική τράπεζα Bankia μπόρεσε να εκδώσει μη καλυμμένα ομόλογα. Έκτοτε, η Μαδρίτη πούλησε σε διεθνείς επενδυτές μετοχές της Bankia και άλλες ισπανικές τράπεζες -μαζί με ιταλικές, αυστριακές, ακόμη και ελληνικές- άντλησαν κεφάλαια. «Η αγορά τραπεζικών μετοχών αποτελεί μεγαλύτερο στοίχημα για την οικονομική ανάκαμψη από την αγορά κρατικών ομολόγων, καθώς δεν υπάρχει (για τις πρώτες) η σιωπηλή εγγύηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» σημειώνει ο Νίξον.
«Το κύμα των ροών κεφαλαίων σε περιουσιακά στοιχεία χωρών σε κρίση έρχεται εν μέσω αυξανόμενων ενδείξεων, ότι η Νότια Ευρώπη “έχει περάσει τα δύσκολα” (has turned the corner).
Το σημαντικό είναι ότι μειώνεται τώρα η ανεργία: Το ποσοστό της ανεργίας κορυφώθηκε στο 15,1% στην Ιρλανδία στις αρχές του 2012, στο 17,5% στην Πορτογαλία στις αρχές του 2013 και στο 26,5% στα μέσα του 2013 στην Ισπανία» σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg, Χόλγκερ Σμίντινγκ.
«Η ανεργία μειώνεται τώρα και στην Ελλάδα», τονίζεται στο δημοσίευμα. «Η μείωση της ανεργίας» επισημαίνεται «ενισχύει την εγχώρια εμπιστοσύνη και δαπάνη. Η εμπιστοσύνη επωφελείται επίσης από την αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, δηλώνουν κάποιοι τραπεζίτες. Οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης αλλάζουν συνεχώς ανοδικά του τελευταίους έξι μήνες. Αν και η ΕΚΤ συνεχίζει να προειδοποιεί ότι η πρόβλεψή της για ανάπτυξη 1,2% εφέτος ενέχει κινδύνους, οι πολιτικοί από το Βερολίνο και τη Μαδρίτη έως τη Λισαβόνα και το Παρίσι εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι η ανάπτυξη είναι υψηλότερη από τις επίσημες προβλέψεις».
Ο Νίξον σημειώνει ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης έχει αντιμετωπισθεί, καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα των περισσότερων χωρών έχουν μειωθεί σε επίπεδο που η σχέση χρέους τους ως προς το ΑΕΠ θα έπρεπε να αρχίσει να μειώνεται από εφέτος. Επίσης, αναφέρει, έχει αντιμετωπισθεί και το πρόβλημα του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών των χωρών που είναι σε κρίση: Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία έχουν κλείσει τα μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους, γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζονται πλέον δάνεια από το εξωτερικό για να πληρώσουν τις εισαγωγές τους. Η Νότια Ευρώπη είναι επίσης σε καλό δρόμο για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ανταγωνιστικότητάς της, χάρη στη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας της σε σχέση με της Γερμανίας.
Αυτό που παραμένει, προσθέτει ο αρθρογράφος, είναι το σημαντικό πρόβλημα του χρέους και συνδεδεμένο με αυτό είναι το πρόβλημα της ανεργίας, που όσο επιμένει θα αποτελεί κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα. Το χρέος ανέρχεται στο 172% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, στο 125% στην Ιρλανδία, το 129% στην Πορτογαλία, το 133% στην Ιταλία και στο 93% στην Ισπανία. «Ένα τόσο υψηλό χρέος αφήνει την Ευρωζώνη εκτεθειμένη σε σοκ, που μπορεί να προέλθουν από μία αυστηρότερη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας ή την ένταση στην Ουκρανία. Το υψηλό χρέος αποτελεί επίσης δυνητικό βάρος στην ανάπτυξη, καθώς η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα μειώνουν την εγχώρια ζήτηση. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος είναι ακόμη δυσκολότερη στο τρέχον περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού».
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος χρέους εξαρτάται από την ανάπτυξη, τονίζει ο Νίξον. «Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι μία δημοσιονομική ή νομισματική ώθηση. Αλλά, δεν είναι μεγάλη η συναίνεση στο πόσο όφελος θα απέφεραν ένα γερμανικό πρόγραμμα υποδομών ή ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ ή ένα αρνητικό επιτόκιο- ή ακόμη αν θα έκαναν περισσότερο κακό από καλό».