Η εν εξελίξει διαμάχη για την προεδρία της Κομισιόν απασχολεί και σήμερα τις γερμανικές εφημερίδες.
Τη συζήτηση για το πρόσωπο που θα διαδεχθεί τον Ζοζέ Μαουέλ Μπαρόζο στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχολιάζει η γερμανική Die Welt: «Ο άνδρας που κλήθηκε να δώσει μάχες για το αξίωμα εκ μέρους της Άγκελα Μέρκελ και των ευρωπαίων συντηρητικών ονομάζεται Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Έδωσε τη μάχη, κέρδισε τις ευρωεκλογές, εντούτοις μέχρι στιγμής κάθεται με άδεια τα χέρια. Εάν το Ευρωκοινοβούλιο δεν θέλει να είναι αποδυναμωμένο ήδη κατά τη συγκρότησή του σε σώμα, τότε θα πρέπει να απορρίψει κάθε υποψήφιο που δεν ήταν κεντρικός υποψήφιος. Μήπως δεν είναι ο Γιούνκερ ο κατάλληλος; Μπορεί να θέσει κανείς αυτό το ερώτημα. Αυτό όμως έπρεπε να το είχε θέσει η γερμανίδα καγκελάριος πριν τον ανακηρύξει υποψήφιο τον περασμένο Μάρτιο».
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, για το ίδιο θέμα το σχόλιο της Neue Osnabrücker Zeitung: «Ο Κάμερον προειδοποίησε ότι η χώρα του θα μπορούσε να αποχωρήσει από την ΕΕ σε περίπτωση που αναλάβει το πόστο ο πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου. Εν τέλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλέγει τον επικεφαλής της Κομισιόν, δεν μπορεί όμως να τον προτείνει. Ο Κάμερον επιμένει στη νομικά αυτή κατοχυρωμένη διαδικασία. Γι΄ αυτό το λόγο υπάρχουν ενστάσεις έναντι του Γιούνκερ και σε Γαλλία και Ιταλία. Το Παρίσι θα ήθελε κάποιον Γάλλο στην κορυφή. Σε πολλές χώρες οι ενισχυμένοι μετά τις εκλογές δεξιοί λαϊκιστές και ευρωσκεπτικιστές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για μια ενίσχυση των εξουσιών των Βρυξελλών. Εάν ο Γιούνκερ γίνει πρόεδρος, η Ευρώπη θα κληθεί να πληρώσει ένα υψηλό τίμημα».
Στις απειλές Κάμερον εστιάζει και η αυστριακή Der Standard: «(…) Σύμφωνα με το Spiegel, ο Κάμερον φέρεται ακόμη και να απείλησε να πραγματοποιήσει νωρίτερα το δημοψήφισμα που είναι προγραμματισμένο για το 2017, σε περίπτωση που δεν αναχαιτιστεί ο νικητής των εκλογών. Η απειλή αυτή έχει λίγη σημασία. Οδηγεί με ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια τον Γιούνκερ στη θέση του προέδρου. Γιατί στη Γερμανία δεν υπάρχει το φαινόμενο των ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών. Εβδομήντα χρόνια μετά τον πόλεμο οι Γερμανοί είναι αξιόπιστοι και πεπεισμένοι Ευρωπαίοι».