Τρεις εφημερίδες με την μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη “συμφιλιώθηκαν” με την ιδέα ότι το να χρεώνουν τους επισκέπτες των sites τους είναι μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Ωστόσο, διαφέρουν οι προσεγγίσεις τους για το πως θα πρεπει να χρεώνουν το περιεχόμενο, όπως επισήμαναν οι εκδότες των “New York Times”, των “Times” του Λονδίνου, και των “Financial Times” στην Παγκόσμια σύνοδο για τα ΜΜΕ που διοργάνωσε το Reuters.
Το αναμενόμενο με ενδιαφέρον λανσάρισμα του συστήματος online πληρωμών των «New York Times» θα αποτελέσει την πιο «φρέσκια» προσπάθεια να πειστούν οι αναγνώστες να πληρώνουν για κάτι που έχουν συνηθίσει να απολαμβάνουν δωρεάν.
Η News Corp ελέγχει επίσης τη «Wall Street Journal», η οποία παραμένει μια από τις ελάχιστες εφημερίδες που μπορούν να καυχηθούν για την εμπορική επιτυχία των online υπηρεσιών τους την τελευταία δεκαετία. Ωστόσο, η στρατηγική τους, η οποία λειτούργησε με επιτυχία για μια οικονομική εφημερίδα, δεν απέδωσε ανάλογους καρπούς στο πιο πρόσφατο εγχείρημα της News Corp να αρχίσει να χρεώνει τους online αναγνώστες των «Times» του Λονδίνου.
Η News Corp έθεσε όλη την ειδησεογραφία στο sites των «Times» πίσω από ενιαία τιμολογιακή πολιτική, χρεώνοντας 0,8 ευρώ την ημέρα και 1,6 ευρώ την εβδομάδα με αποτέλεσμα η επισκεψιμότητα να πέσει κατά 90%! Οι «New York Times», θα ανακοινώσουν τον Ιανουάριο τις τιμές για το δικό τους μοντέλο, βάσει του οποίου θα χρεώνουν τους αναγνώστες αφότου θα έχουν ήδη επισκεφθεί έναν μίνιμουμ αριθμό ιστοσελίδων στο NYTimes.com.
Οι «FT» αρχικά κατέστησαν συνδρομητικό όλο τους το περιεχόμενο, από το 2007 υιοθέτησαν ένα νέο μοντέλο, υπό το οποίο επέτρεπαν στους αναγνώστες να διαβάζουν δωρεάν έναν περιορισμένο αριθμό δημοσιευμάτων, με τη χρέωση της πρόσβασης να ξεκινά πέραν του ορίου αυτού. Τώρα, τα ψηφιακά έσοδα των FT -στα οποία περιλαμβάνονται τόσο οι συνδρομές όσο και οι διαφημίσεις- αντιπροσωπεύουν το 20% των συνολικών τους εσόδων.
ΠΗΓΗ imerisia.gr