Τα στερεότυπα για την Ελλάδα, όπως αυτά παρουσιάζονται στα γερμανικά ΜΜΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρουσιάζονται σε έρευνα φοιτητών του Πανεπιστημίου Ερφούρτης.
Συγκεκριμένα, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, έξι φοιτητές του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου της Ερφούρτης βγήκαν προς άγραν στερεοτύπων για την Ελλάδα της κρίσης στα γερμανικά μίντια.
Κεντρικό ερώτημα του ερευνητικού τους πρότζεκτ, που διήρκεσε ένα χρόνο και παρουσιάστηκε τον Ιούλιο, ήταν να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό αντανακλάται στους δέκτες η εικόνα της Ελλάδας που μεταφέρουν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Την επιστημονική εποπτεία της έρευνας είχε ο κ. Κάι Χάφεζ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης. Όπως επισήμανε στη DW, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι «τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης τείνουν συχνά να παρουσιάζουν την Ελλάδα και ιδίως τους Έλληνες με έναν ιδιαίτερα στερεοτυπικό τρόπο. Έγινε λόγος για ‘χρεοκοπημένους Έλληνες’, για ‘τεμπέληδες Έλληνες’, ‘φοροφυγάδες’ που απομυζούν την ΕΕ και άλλα παρόμοια -και αυτό όχι μόνο σε λαϊκά μέσα, όπως η εφημερίδα Bild, αλλά εν μέρει ακόμη και σε σοβαρές εφημερίδες, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο μικροσκόπιο της έρευνας, την οποία στήριξε το πολιτικό ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ στην Αθήνα, βρέθηκαν οι εφημερίδες Bild και Frankfurter Allgemeine Zeitung. Αμφότερες κατέχουν εξέχουσα θέση στο γερμανικό μιντιακό τοπίο, υιοθετούν ωστόσο σαφώς διαφορετικές προσεγγίσεις, κάτι που διαφάνηκε και στο πλαίσιο της έρευνας. Η λαϊκή Bild επιβεβαίωσε την ροπή της προς υπεραπλουστευτικές, συναισθηματικά φορτισμένες και ενίοτε προκλητικές απόψεις. Αντίθετα, η έγκριτη συντηρητική εφημερίδα της Φρανκφούρτης επέδειξε μετριοπαθέστερο πνεύμα, επιχειρώντας πιο ουδέτερες και αποστασιοποιημένες αναλύσεις. Ωστόσο, αν και εμφάνισε το μισό αριθμό στερεοτύπων συγκριτικά με τη Bild στα δημοσιεύματα που εξετάστηκαν, δεν απέφυγε τη συναισθηματικά φορτισμένη φρασεολογία ή και απλοϊκές εξηγήσεις που, για παράδειγμα, αποδίδουν ορισμένα κακώς κείμενα στην Ελλάδα στη συλλογική «παρορμητικότητα» ή την «ξεροκεφαλιά» των Ελλήνων.
Τόσο αρνητικά όσο και θετικά στερεότυπα φάνηκε να υιοθετούν και τα άτομα που απάντησαν τηλεφωνικά σε σειρά ερωτήσεων βάσει ενός οδηγού συνέντευξης. Ακολούθως πραγματοποιήθηκε ποιοτική ανάλυση των απαντήσεων. Όπως δήλωσε στη DW η Άνε Αρμπρεχτ, μέλος της ερευνητικής ομάδας, «κάναμε κάποιες συνεντεύξεις, στις οποίες -παρότι ήταν λίγες- κάθε συμμετέχων μας ανέφερε στερεότυπα που είχαμε εντοπίσει προηγουμένως σε δημοσιεύματα των εφημερίδων, χωρίς να τον φέρουμε άμεσα αντιμέτωπο με αυτά. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε ήδη ένας βαθμός ταύτισης».
Σύμφωνα πάντα με την DW, παρά το γεγονός ότι τα στερεότυπα των ΜΜΕ ανιχνεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό και στους ερωτηθέντες, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα γερμανικά μίντια μεταφέρουν στερεότυπα, επισημαίνουν οι συντάκτες της έρευνας, η οποία δεν εστίασε στην προέλευση των στερεοτύπων. Όπως εξηγεί η Άνε Αρμπρεχτ, «υπάρχει ένα πλήθος μεμονωμένων παραγόντων που τροφοδοτούν τις αντιλήψεις μας για τον κόσμο. Τα ΜΜΕ είναι μόνο ένας από αυτούς. Και αυτά, όμως, ‘εμπνεύστηκαν’ από κάπου τις αντιλήψεις τους».
Ο κ. Χάφεζ τονίζει, ωστόσο, ότι τα μέσα ενημέρωσης φέρουν σημαντική ευθύνη και καλούνται να ενημερώνουν με «καθαρό και ακριβή τρόπο», καθώς «η Ελλάδα έχει αναμφισβήτητα σοβαρά προβλήματα, τα οποία όμως δεν πρέπει να αποδίδονται οπωσδήποτε στη νοοτροπία των ανθρώπων. Σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για εσφαλμένους οικονομικούς χειρισμούς, όχι για συγκεκριμένη ιδιότητα ή χαρακτηριστικό των Ελλήνων. Καιρούς κρίσης βίωσαν όλες οι χώρες και όλα τα έθνη -το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα».
Οι 11 συνεντευξιαζόμενοι επιλέχθηκαν με βάση ορισμένα κοινωνικά-δημογραφικά χαρακτηριστικά (ηλικία, φύλο, μορφωτικό επίπεδο, περιοχή) και χωρίστηκαν σε τρεις ηλικιακές κατηγορίες (18-34, 35-49 και 50-65). Μία παράμετρος που λήφθηκε υπόψη ήταν και η επαφή των ερωτηθέντων με Έλληνες. Η Άνε Αρμπεχτ διευκρινίζει ότι «όποιος έχει επαφή με Έλληνες ρέπει προς μία πιο ισορροπημένη, πιο ρεαλιστική άποψη. Καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται για μια ομοιογενή μάζα αλλά για ξεχωριστές, ατομικές περιπτώσεις. Έτσι αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί ο κάθε μεμονωμένος Έλληνας να θεωρηθεί υπεύθυνος για την κρίση».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η υιοθέτηση στερεοτυπικών απόψεων δεν έδειξε να επηρεάζεται ούτε από την ηλικία ούτε από το μορφωτικό επίπεδο των ερωτηθέντων. Κοινή τους διαπίστωση ήταν πάντως ότι οι Έλληνες έζησαν τα προηγούμενα χρόνια πάνω από τις δυνατότητές τους. Πάντως, τα ΜΜΕ έδειξαν να προχωρούν ένα βήμα παραπέρα, επιρρίπτοντας σε κάποιες περιπτώσεις -σε αντίθεση με τους ερωτηθέντες- «πανουργία» και «δόλο» στους Έλληνες.
«Μπορεί κανείς να θεωρήσει δεδομένο ότι η ροπή των σοβαρών μέσων ενημέρωσης στο λαϊκισμό παρατηρείται εντονότερα σε καιρούς κρίσης και τότε είναι που τα μέσα γίνονται ιδιαίτερα επιρρεπή στη χρησιμοποίηση κλισέ και στερεοτυπικών εθνικών εικόνων» επισημαίνει ο κ. Χάφεζ.