Στο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους εστιάζει σημερινό δημοσίευμα της Wall Street Journal, το οποίο φιλοξενεί και απόψεις του Βρετανού οικονομολόγου Φιλίπ Λεγκρέν, ο οποίος από τον Φεβρουάριο του 2011 έως τον Φεβρουάριο του 2014 διετέλεσε επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του πρώην προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.
Ο Λεγκρέν υποστηρίζει προκλητικά πως οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης δεν είναι διατεθειμένες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του ελληνικού χρέους, αλλά απλά μεταθέτουν τη λήψη των απαραίτητων αποφάσεων, έως ότου οι επικεφαλής των φορέων χάραξης πολιτικής που εμπλέκονται σήμερα στην υπόθεση συνταξιοδοτηθούν και απεμπλακούν από το ζήτημα.
Το δημοσίευμα της Wall Street Journal αναφέρεται στο αίτημα τους ΣΥΡΙΖΑ για ελάφρυνση του χρέους και εστιάζει σε δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος σε όλη την Ευρώπη που να θεωρεί σοβαρά ότι το χρέος στην Ελλάδα είναι βιώσιμο και πρέπει να αποπληρωθεί στο ακέραιο.
Η εφημερίδα εστιάζει στη θέση εκείνων που υποστηρίζουν ότι το ελληνικό χρέος δεν πρέπει να εξετάζεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά ως προς το κόστος εξυπηρέτησής του και τους τόκους που πρέπει να καταβάλει ετησίως η χώρα. Στη βάση αυτή αναφέρεται σε δηλώσεις του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ ότι η μεγάλη μείωση των πληρωμών για τους τόκους του ελληνικού χρέους και η επέκταση των αποπληρωμών έως το 2054 ισοδυναμούν οικονομικά με κούρεμα.
Οι απόψεις Λεγκρέν
Η Wall Street Journal σημειώνει πως η επιχειρηματολογία του Ρέγκλινγκ «δεν έχει πείσει τους πάντες».
Παραθέτει δε την άποψη του Βρετανού οικονομολόγου Φιλίπ Λεγκρέν ο οποίος υποστηρίζει πως η Ελλάδα έπρεπε να είχε λάβει ελάφρυνση του χρέους το 2010, αντί να αναγκαστεί να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο, κάτι που δεν έγινε προς όφελος των τραπεζών στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού.
«Τώρα, υπό το βάρος της θλιβερής πολιτικής και οικονομικής κληρονομιάς της εν λόγω απόφασης, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης το μόνο που κάνουν είναι να κλωστούν το τενεκεδάκι πιο κάτω στο δρόμο (σ.σ. μεταθέτουν το πρόβλημα,) είτε επ ‘άπειρον είτε τουλάχιστον έως ότου η τρέχουσα γενιά των φορέων χάραξης πολιτικής να συνταξιοδοτηθεί» είπε χαρακτηριστικά ο Λεγκρέν.
Ο ίδιος εξέφρασε αμφιβολίες για το εάν το ελληνικό χρέος θα μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια διαμορφούμενο στο στόχο της ευρωζώνης για 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, κάτι που όπως επεσήμανε βασίζεται σε πάρα πολύ αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη, αλλά και για τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού. «Καμία άλλη χώρα δεν έχει κάνει αυτό που η Ελλάδα καλείται να κάνει», είπε.
Το επιτόκιο δανεισμού
Η Wall Street Journal σημειώνει πως αν και οι τόκοι που καλείται να καταβάλει η Ελλάδα προς τους δανειστές της είναι χαμηλοί σε ονομαστικούς όρους, ήτοι για δάνεια 142 δισ. ευρώ από τον EFSF η χώρα πληρώνει επιτόκιο μόλις 0,5% πάνω από τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, που σήμερα είναι κοντά στο μηδέν, ωστόσο η πραγματική επιβάρυνση είναι υψηλότερη, επειδή ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι αρνητικός (σ.σ. ο πληθωρισμός μειώθηκε κατά 1,3% το 2014, κάτι που σημαίνει ότι το πραγματικό επιτόκιο των δανείων του EFSF ξεπερνά το 2%).
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο ρίσκο. Αν και οι πληρωμές για επιτόκια δανεισμού είναι χαμηλές σήμερα, ωστόσο θα μπορούσαν να αυξηθούν κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αυξάνονταν τα επιτόκια της ευρωζώνης.
Το δημοσίευμα αναφέρει πως ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σχετικά φτηνά σήμερα μέσα από την μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά επιτόκια. Αλλά δεδομένου ότι η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλή για να καταστεί αυτό δυνατό, θα έπρεπε να υπάρξει αποδοχή των κυβερνήσεων της ευρωζώνης για να γίνει κάτι τέτοιο.
«Σε στενά οικονομικούς όρους το χρέος της Ελλάδας φαίνεται αρκετά διαχειρίσιμο. Είναι η πολιτική που το καθιστά προβληματικό», καταλήγει η εφημερίδα.