Στο πρόβλημα «διχασμένης προσωπικότητας» της Ελλάδας αναφέρεται σε άρθρο του στους New York Times ο Jochen Bittner, δημοσιογράφος της εβδομαδιαίας γερμανικής εφημερίδας Die Zeit.
Όπως επισήμανε, στη διάρκεια πρόσφατου ταξιδιού του στην Αθήνα, απηύθυνε στον Λέανδρο Ρακιντζή, τον γενικό επιθεωρητή δημόσιας διοίκησης, το ερώτημα «τι μας λέει η ελληνική κρίση χρέους για την ίδια την Ελλάδα, και το αντίστροφο;». Η απάντησή του, «ξεδιπλώθηκε ως ένας σωκρατικός διάλογος, και κορυφώθηκε σε μία λέξη: νοοτροπία».
Ο Λ. Ρακιντζής, σημειώνεται στο δημοσίευμα, μπορεί να μιλάει για ώρες σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικότητας του ελληνικού δημόσιου τομέα, τις πελατειακές σχέσεις, τη διαφθορά και την περιέργως άνιση κατανομή των δημοσίων υπαλλήλων σε όλη την χώρα, ως αποτέλεσμα δεκαετιών πολιτικού πατροναρίσματος.
Για αυτόν τον βετεράνο της κρατικής εποπτείας, όλα συνοψίζονται σε μια σαφώς ελληνική κοσμοθεωρία: «νομίζουμε ότι είμαστε έξυπνοι. Και το να είσαι έξυπνος, πιστεύουμε, ότι σημαίνει πως δεν χρειάζεται να δουλέψεις για να βγάλεις λεφτά».
Στην δήλωση του αρθρογράφου πως υπάρχουν πολλοί Έλληνες που εργάζονται πολύ σκληρά για πολύ λίγα λεφτά, ο Λ. Ρακιντζής απάντησε πως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Οι κοινωνικές συνθήκες δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να εξελιχθούν μόνοι τους. Και με τον όρο κοινωνικές συνθήκες εννοεί ένα ελληνικό δημόσιο που λειτουργεί μόνο στη θεωρία, κανόνες που καταπνίγουν κάθε επιχείρηση που είναι τόσο ανόητη ώστε να τους ακολουθήσει. Ένα φορολογικό σύστημα τόσο περίπλοκο που ούτε καν οι λογιστές δεν μπορούν να κατανοήσουν πλήρως.
«Υπάρχουν, για να το θέσω απλά, δύο Ελλάδες: μία επίσημη, μία ανεπίσημη. Η επίσημη Ελλάδα είναι δυσλειτουργική, η ανεπίσημη λειτουργεί αρκετά καλά. Η επίσημη, θεωρητική Ελλάδα έχει ελέγχους και ισορροπίες. Η ανεπίσημη, βασισμένη στην πραγματικότητα Ελλάδα, κάνει τα στραβά μάτια όταν οι άνθρωποι φοροδιαφεύγουν ή παραβιάζουν τους κανόνες.
Ξέρω ότι αυτό ακούγεται σκληρό, και είναι ίσως κάτι που θα περίμενε κανείς να ακούσει από έναν Γερμανό. Αλλά μέσα από αμέτρητες συνεντεύξεις, αυτό είναι που ακούω από τους ίδιους τους Έλληνες, που επέμεναν ότι ο λόγος για την οικονομική κρίση της Ελλάδας ήταν μια διαδεδομένη έλλειψη σεβασμού για τους κανόνες, και το ίδιο το κράτος», αναφέρει χαρακτηριστικά στο άρθρο του ο Bittner.
Οι ιστορικοί, υποστηρίζει, δεν έχουν πρόβλημα να αναγνωρίσουν τις ρίζες αυτού του διαχωρισμού μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης. Αναφέρονται στην μακρά περίοδο της οθωμανικής κατοχής στην Ελλάδα, στον εμφύλιο πόλεμο που έπληξε την χώρα μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην στρατιωτική δικτατορία από το 1967 μέχρι το 1974. «Οι Έλληνες δεν θεωρούν απλώς το κράτος εχθρικό. Για ένα μεγάλο μέρος της πρόσφατης ιστορίας, ήταν».
Μπορεί αυτός ο φαύλος κύκλος να σπάσει; Και, κυρίως, από τον τρέχον συνασπισμό αριστεράς και δεξιάς, διερωτάται ο αρθρογράφος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αλλαγή βρίσκεται ήδη εδώ. Όπως επισημαίνει, αυτό που ψήφισε η πλειοψηφία των Ελλήνων τον Ιανουάριο δεν ήταν τόσο μια ριζοσπαστική ιδεολογία με την μορφή του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ , αλλά μια «ριζική ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο. Οι Έλληνες θέλουν η οικονομική κατάρρευση της χώρας τους να προκαλέσει μια ηθική κατάρρευση που θα εγκαινιάσει μια νέα αίσθηση συλλογικής ευθύνης. «Για κάθε διεφθαρμένο δημόσιο υπάλληλο, βρίσκεις έναν νεότερο, φιλόδοξο, που βλέπει την δουλειά του ως μια μάχη για να κερδίσει πίσω την χώρα».
Όπως επισημαίνει, «ένας εντυπωσιακός και υγιής πατριωτισμός ανθίζει στα δημαρχεία και στις εφορίες στην Ελλάδα. Ακόμη και άνθρωποι που δεν έχουν μεγάλη συμπάθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν ότι η εκλογή του κόμματος προσφέρει μια μοναδική τελευταία ευκαιρία για την χώρα ώστε να βρει μια νέα, θετική ταυτότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο κόμμα, έχει μια πραγματική ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την αθωότητά του για να επανεκκινήσει την χώρα, με την προϋπόθεση ότι αυτή η αθωότητα δεν θα μετατραπεί σε ανικανότητα».
Προσθέτει ακόμη ότι αυτή η αλλαγή θα πάρει χρόνο, περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι πρόθυμοι να διαθέσουν οι πιστωτές της Ελλάδας στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, και την Ουάσιγκτον. Οι βαθιές περικοπές δαπανών που έχουν απαιτήσει το ΔΝΤ και η ΕΕ από την Ελλάδα, δεν ήταν πάντα χρήσιμες. Δεν έχουν κάνει σχεδόν τίποτα για να θεραπεύσουν το βαθύτερο πρόβλημα. Και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Καγκελάριος Angela Merkel ή ότι η Christine Lagarde του ΔΝΤ είναι πρόθυμες να ξοδέψουν χρήματα για την ελάχιστη ελπίδα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεταμορφώσει τελικά την χώρα».
Αυτό, σύμφωνα με τον Jochen Bittner, μπορεί να σημαίνει ότι μια ελληνική έξοδος από την ευρωζώνη εί8ναι αναπόφευκτη και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ξαναχτίσει μόνη της το κράτος της. «Ανεξαρτήτως από το πόση υπομονή έχει δείξει η υπόλοιπη Ευρώπη στην Αθήνα, ανεξαρτήτως από το εάν η Γερμανία και η ευρωζώνη εγκαταλείψουν την Ελλάδα, αυτός δεν είναι λόγος για την Ελλάδα να εγκαταλείψει τον εαυτό της».