Το σύστημα που εισήγαγαν οι δανειστές στην Ελλάδα είναι αποτελεσματικό, όπως σημειώνει σε άρθρο της η Wall Street Journal, και απόρροια αυτού του γεγονότος είναι η ήρεμη προεκλογική καμπάνια όπως αυτή εξελίσσεται πριν την εκλογική αναμέτρηση της 20ης Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και πλέον το βασικό ερώτημα είναι πλέον εάν το σύστημα των πιστωτών θα λειτουργήσει πολύ καλά.
Τον Αύγουστο οι δανειστές επέκτειναν τη βοήθεια προς την Αθήνα για ακόμη 86 δισ. ευρώ σε ένα πακέτο διάσωσης συνδεδεμένο με απαίτηση για μεταρρυθμίσεις, που κανείς σοβαρά δεν θα περίμενε η Ελλάδα να πετύχει. Το πραγματικό παιχνίδι ήταν να αγοράσει λίγα ακόμη χρόνια για να πείσει τους ψηφοφόρους να συμφιλιωθούν με τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόζουν τα μέλη της νομισματικής ένωσης.
H νέα αυτή εκστρατεία έχει περιστραφεί γύρω από τις υποσχέσεις των μεγάλων κομμάτων «να κρατήσει την Ελλάδα στο κοινό νόμισμα με την εφαρμογή της συμφωνίας διάσωσης λιγότερο ή περισσότερο στο σύνολό της.» Τα τραύματα του τρέχοντος έτους, οι επίπονες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές, τα capitals controls, που οδηγούσαν τη χώρα ολοταχώς έξω από το ευρώ, φαίνεται να έχουν προκαλέσει μια επανευθυγράμμιση της ελληνικής πολιτικής. Αυτή η εξέλιξη φτιάχνει το κέφι της καγκελαρίου της Γερμανίας Angela Merkel και των άλλων ηγετών της ευρωζώνης.
Η ριζοσπαστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η εκλογική νίκη τον Ιανουάριο πυροδότησε αυτό το χάος, αρχίζει και αναμορφώνεται. Ο ηγέτης του, Αλέξης Τσίπρας, έχει εκκαθαριστεί το κόμμα από τους πιο ριζοσπαστικούς αριστερούς. Αυτή η ομάδα, περίπου το ένα τρίτο των μελών του ΣΥΡΙΖΑ του κοινοβουλίου, έχουν δημιουργήσει το δικό τους κόμμα, τη Λαϊκής Ενότητας. Πρόκειται για ένα κόμμα που είναι ξεκάθαρα κατά του ευρώ, από ότι ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η θέση αυτή μπορεί να μη δώσει στο κόμμα αυτό ούτε μια έδρα.
Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εδραιωθεί ως ένα κόμμα της αριστεράς που θα τηρήσει τη συμφωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να το πετύχει αυτό κάνοντας σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ που είχε υπογράψει και τις δύο συμφωνίες διάσωσης το 2010 και το 2012. Το ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής την κ. Φώφη Γεννηματά εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να λαμβάνει ποσοστό μεγαλύτερο από το 4,7% των προηγούμενων εθνικών εκλογών. Ο κ. Τσίπρας έχει αφήσει να εννοηθεί ότι είναι ανοιχτός σε μια τέτοια συνεργασία. Μια σοσιαλιστική παλιά φρουρά με κυβερνητική εμπειρία μπορεί να βοηθήσει προσφέροντας ασφάλεια στον κ. Τσίπρα.
Σύμφωνα με το άρθρο της WSJ, άλλη μια εξέλιξη είναι ότι οι πιστωτές βλέπουν ότι υπάρχει ξανά στην Ελλάδα κεντροδεξιά. Η Νέα Δημοκρατία επέστρεψε. Όταν παραιτήθηκε ο αρχηγός της κ. Σαμαράς, πολλοί αναλυτές εκτίμησαν ότι θα χρειαστεί μεγάλο διάστημα να οργανώσει μια επιστροφή.
Παρόλα αυτά εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις πολύ κοντά στο ΣΥΡΙΖΑ, σχεδόν με ποσοστό 25%, υπό την καθοδήγηση του κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη που κανείς δε θα περίμενε να γίνει πρωθυπουργός. Ο πρώην πρόεδρος της βουλής είναι πολιτικός παλαιάς κοπής, με τη φήμη του αμερόληπτου και τη χρήση μιας «γήινης» αργκό κατά την προεκλογική εκστρατεία. Κατηγορεί τον κ. Τσίπρα, και υπόσχεται ότι θα είναι μια λύση αξιοπιστίας. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση με το Ποτάμι, φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες.
Όλα αυτά φαίνονται σαν ένα όνειρο της κ. Merkel για τις εκλογές: Tα δύο μεγαλύτερα κόμματα να υπόσχονται την εφαρμογή του μεγαλύτερου μέρους του πακέτου διάσωσης, με τους ψηφοφόρους να πηγαίνουν μαζί.
Αυτές οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας, δημιουργούν μια ασυμμετρία. Όποιος θέλει να προτείνει κάποια μεταρρύθμιση διαφορετική από αυτή που έχει οριστεί, θα χρειαστεί την άδεια των πιστωτών την οποία μάλλον δε θα πάρει. Την ίδια ώρα που ΚΚΕ, Χρυσή αυγή και όποιος άλλος, δεν χρειάζονται την άδεια να αντιταχθούν στο ευρώ.
Μετά από πέντε χρόνια αποτυχιών στις μεταρρυθμίσεις, οι δανειστές έχουν κάθε λόγο να μην εμπιστεύονται την Αθήνα. Γι’ αυτό και η συμφωνία του Αυγούστου είναι τόσο ανελαστική. Ο φόβος νέας κρίσης στην Ευρωζώνη οδηγούν τους δανειστές να θέλουν να υπαγορεύουν αυτοί στην Αθήνα τι να κάνει. Άρα, ίσως αυτό δικαιώνει τη θεωρία ότι οι Έλληνες θα κάνουν το σωστό, αν δεν τους δοθεί άλλη εναλλακτική λύση.