Ακούγοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την επανεκλεγμένη αριστερή του κυβέρνηση, σκέφτεται κανείς ότι η επανάσταση αναβάλλεται, αλλά δεν ακυρώνεται, αναφέρει σημερινό άρθρο του Paul Taylor στο πρακτορείο Reuters.
«Έχει η Ελλάδα τελικά ανακάμψει από την εξαετή πολιτική και οικονομική κρίση ή πρόκειται για έναν ακόμη γύρο απατηλής ελπίδας;», διερωτάται ο αρθρογράφος.
Ο Τσίπρας έχει απεμπολήσει σε μεγάλο βαθμό τη ρητορική του ενάντια στη λιτότητα, ρητορική που του χάρισε θριαμβευτική νίκη τον Γενάρη και που στη συνέχεια έφερε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού και της εξόδου από την ευρωζώνη μέσα σε έξι μήνες από την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα ο 41χρονος Έλληνας πρωθυπουργός θα πρέπει ταχύτατα να επιβάλει τις επώδυνες οικονομικές αλλαγές, τις περικοπές εξόδων και τις αυξήσεις φόρων, των μέτρων δηλαδή που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα διάσωσης που υπέγραψε τον Αύγουστο, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει την ριζοσπαστική κοινωνική του ατζέντα στο δεύτερο μισό της τετραετούς θητείας του, σημειώνει ο αρθρογράφος.
«Αυτή είναι η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που εξελέγη με τη δέσμευση να ολοκληρώσει μεταρρυθμίσεις και όχι να επαναδιαπραγματευτεί από την αρχή το πρόγραμμα διάσωσης», αναφέρει ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γ. Παγουλάτος.
Διπλωμάτες, αλλά και Έλληνες αναλυτές, υποστηρίζουν ότι αναμένεται να υπάρξει «μήνας του μέλιτος» κυβέρνησης- κοινωνίας μέχρι το τέλος του χρόνου, σε μια περίοδο όπου θα πρέπει να περάσει ο προϋπολογισμός και να ξεκινήσει η εφαρμογή του τεράστιου πακέτου μεταρρυθμιστικών μέτρων, που θα εξασφαλίσει την επόμενη λήψη δόσης, ύψους 3 δισ. ευρώ, καθώς και χρήματα για την ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και την έναρξη της συζήτησης για την απομείωση του χρέους.
Όμως, όπως αναφέρει ο Taylor, τα προβλήματα παραμονεύουν την επόμενη χρονιά, καθώς θα πρέπει να περάσουν οι επώδυνες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, στα εργασιακά και στις δημόσιες παροχές, οι οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν από μια αδύναμη και χαμηλού ηθικού διοίκηση. Η αύξηση των φόρων που «ροκανίζει» την αγοραστική δύναμη του κόσμου και οι φουσκωμένες ελπίδες για τις συζητήσεις για το χρέος, εμπεριέχουν το ρίσκο να οδηγήσουν σε μια νέα απογοήτευση.