Τη στάση της ΕΕ απέναντι στην Ελλάδα επικρίνει η Süddeutsche Zeitung σε σημερινό της σχόλιο.
Όπως επισημαίνει η Süddeutsche Zeitung, «αυτές τις μέρες η Ελλάδα θα είχε αρκετούς λόγους να απελπίζεται με την κατάσταση της ΕΕ. Καθώς στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι η λύση της προσφυγικής κρίσης βρίσκεται στην Τουρκία, αλλά όχι στις ακτές της, η ΕΕ υπόσχεται στην υποψήφια προς ένταξη Τουρκία οικονομική βοήθεια δισεκατομμυρίων ευρώ ή ακόμα και κατάργηση της βίζας. Αντιθέτως η Ελλάδα, που υποφέρει από την κρίση, βρίσκεται ενώπιον αποκλεισμού από το Σένγκεν, γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι περίεργο το πώς συμπεριφέρεται η ΕΕ σε ένα κράτος-μέλος της. Αλλά και στις μεταρρυθμίσεις για το τρίτο πακέτο βοήθειας, σύμφωνα με τους τεχνοκράτες της, τίποτα δεν γίνεται αρκετά γρήγορα. Ωσάν να μην ήταν ξεκάθαρο για όλους το καλοκαίρι, κατά την υπογραφή του τρίτου πακέτου, ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα. Σχεδόν κάθε εβδομάδα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ψηφίζει μεταρρυθμίσεις στο κοινοβούλιο, περικόπτοντας δισεκατομμύρια. Κάθε νομοσχέδιο φέρνει νέα οδυνηρά μέτρα. Οποιαδήποτε άλλη χώρα θα είχε διαλυθεί από μία τόσο σκληρή πολιτική. Η κυβέρνηση Τσίπρα, με μία πλειοψηφία μόνο τριών ψήφων, εμφανίζεται απρόσμενα ανθεκτική, όπως φαίνεται και από την υπερψήφιση του προϋπολογισμού λιτότητας για το 2016».
«Πτωχά Χριστούγεννα» στην Ελλάδα προβλέπει η εφημερίδα Tagesspiegel του Βερολίνου. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, όπως επισημαίνει, «για την Ελλάδα ολοκληρώνεται μία ακραία χρονιά. Όπως θα ταίριαζε στους προηγούμενους μήνες οι οποίοι περιελάμβαναν εκλογές, νέες εκλογές, δημοψήφισμα, διαπραγματεύσεις, νυχτερινές συνεδριάσεις της Βουλής, ύβρεις, διαδηλώσεις και τη διάσπαση του (κυβερνώντος) κόμματος, ο αριστερός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μας αποχαιρετά για τα Χριστούγεννα όχι με ευχές, αλλά με έναν ακόμη γύρο λιτότητας».
Σύμφωνα με την εφημερίδα «στην Ελλάδα η κοινή γνώμη ταλαντεύεται μεταξύ παραίτησης και οργής. Πολλοί βλέπουν τον Τσίπρα ως προδότη, καθώς είχε υποσχεθεί να τερματίσει την πολιτική λιτότητας των προκατόχων του πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου, αλλά τώρα υποχρεώνεται να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες πιο στενά από ποτέ».
«Στα μαχαίρια Τσίπρας και ΔΝΤ» επιγράφεται ανάλυση της Frankfurter Allgemeine. Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «στο ΔΝΤ ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας είχε βρει μέχρι σήμερα έναν σύμμαχο στην απαίτησή του για κούρεμα χρέους» αλλά οι τελευταίες δηλώσεις του αφήνουν να εννοηθεί ότι έχει προκληθεί «βαθιά ρήξη». Η εφημερίδα κάνει μία αναδρομή στις σχέσεις της Αθήνας με το ΔΝΤ από το πρώτο πακέτο διάσωσης, αναφέροντας τα εξής: «Ιδιαίτερα η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ είχε επιμείνει στη συμμετοχή του ΔΝΤ κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την Ελλάδα. Κατ΄αυτόν τον τρόπο αφενός θα δεσμεύονταν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, αφετέρου θα προλαμβανόταν κάθε υποψία, ότι στην ΕΕ μπορούν να γίνουν ύποπτοι πολιτικοί συμβιβασμοί για όλα, ακόμα και για τους οικονομικούς όρους διάσωσης της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ όμως, το ΔΝΤ θεωρεί υπερβολικά υψηλό το ελληνικό ρίσκο, γι αυτό και προβάλλει ένα γερό κούρεμα χρέους ως προϋπόθεση για μία εκ των υστέρων συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Τελευταία, το ΔΝΤ έχει εξαγγείλει συνομιλίες περί ενδεχόμενης συμμετοχής του στο πρόγραμμα για τον Ιανουάριο, ωστόσο οι Ευρωπαίοι προτιμούν να μιλήσουν αργότερα για διευκολύνσεις ως προς το χρέος και σε καμία περίπτωση δεν συζητούν για κούρεμα».
Σύμφωνα με την ανάλυση της Frankfurter Allgemeine, η ελληνική κυβέρνηση και το ΔΝΤ οδηγούνται σε σύγκρουση με αφορμή τις επικείμενες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα: «Κατ΄ αρχήν η κυβέρνηση στην Αθήνα θα πρέπει να εκπληρώσει τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων για την επόμενη δόση, περιλαμβανομένων νέων μεταρρυθμίσεων για το συνταξιοδοτικό σύστημα, ώστε να μην προκληθούν νέα ελλείμματα. Για τον σκοπό αυτό, ο Τσίπρας θέλει να αυξήσεις τις εισφορές. Ιδιαίτερα οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ θεωρούν ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και επιμένουν σε περαιτέρω μειώσεις συντάξεων».
Συνέντευξη εφ΄όλης της ύλης παραχωρεί στις εφημερίδες Berliner Zeitung και Frankfurter Rundschau ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, της γνωστής «Μπούντεσμπανκ», Γιενς Βάιντμαν. Προφανής αφορμή για τη συζήτηση είναι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης με στόχο μία μικρή τόνωση του πληθωρισμού και κυρίως του αποτροπή του αποπληθωρισμού στην ευρωζώνη. Αλλά ο Βάιντμαν αντιτείνει τα εξής: «Σε τελική ανάλυση δεν θεωρώ απαραίτητη μία επιπλέον χαλάρωση. Έχουμε ήδη μία ιδιαίτερα επεκτατική νομισματική πολιτική και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρεί ότι τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη θα συνεχιστεί. Συνεπώς θα ανεβούν και πάλι οι τιμές καταναλωτή, αν και αργότερα από ότι περιμέναμε».
Ένα από τα ερωτήματα που θέτουν οι γερμανοί δημοσιογράφοι στον Γιενς Βάιντμαν είναι, εάν οι αυξημένες δαπάνες για την προσφυγική κρίση δικαιολογούν εκτροπές από τα αυστηρά κριτήρια του συμφώνου σταθερότητας. Η απάντησή του: «Σίγουρα, η προσφυγική κρίση απαιτεί να καταβάλουμε αυξημένη προσπάθεια σε πολλούς τομείς. Δεν αποτελεί ωστόσο δικαιολογία για να χαλαρώσουμε το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Ήδη σήμερα το σύμφωνο μας επιτρέπει να συνυπολογίσουμε τις απρόβλεπτες δαπάνες. Βέβαια οι χώρες που όντως αντιμετωπίζουν αυξημένες δαπάνες λόγω προσφύγων, όπως συμβαίνει στη Γερμανία και στην Αυστρία, είναι λίγες. Και ασφαλώς αυτό δεν αποτελεί αιτιολογία για να δικαιολογούνται μονίμως υπερβολικά ελλείμματα».