Οι επιπτώσεις της διαρροής της WikiLeaks στις σχέσεις Αθήνας-δανειστών, τα αίτια για το «όχι» των Ολλανδών στο δημοψήφισμα και το πολιτικό κίνημα που ίδρυσε ο Εμ. Μακρόν στη Γαλλία είναι τα θέματα της επισκόπησης.
«Με την δημοσιοποίηση της τηλεφωνικής συνομιλίας στελεχών του ΔΝΤ, η οποία έγινε όπως όλα δείχνουν από την Ελλάδα, ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να σπείρει διχόνοια μεταξύ του ΔΝΤ και των υπολοίπων θεσμών, γράφει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα. Σύμφωνα με την Deutsche Welle, η οικονομική εφημερίδα επισημαίνει: Ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να ξεφορτωθεί το ΔΝΤ για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο το Βερολίνο επιθυμεί την παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα: το Ταμείο εμμένει στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Με την δημοσιοποίηση της συνομιλίας ο Αλέξης Τσίπρας εξοργίζει την Κριστίν Λαγκάρντ και διακινδυνεύει την εύθραυστη σχέση του με την Άγκελα Μέρκελ. Ο έλληνας πρωθυπουργός ωστόσο δεν δείχνει να ανησυχεί για τη νέα αναστάτωση που προκαλεί. Από την κόντρα με το ΔΝΤ ελπίζει σε εσωπολιτικά οφέλη, με δεδομένο ότι πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει τη Νέα Δημοκρατία να προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ περίπου κατά 8%. (…) Ο Αλέξης Τσίπρας παίζει σκληρό πόκερ και ρισκάρει πολλά. Επιβαρύνει τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές με μια νέα αντιπαράθεση για ελάφρυνση του χρέους, την οποία, στην παρούσα φάση, δεν χρειάζεται η χώρα. Αντ΄ αυτού ο έλληνας πρωθυπουργός θα έπρεπε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να συνεχίσει η εκταμίευση των δόσεων. Τον Ιούλιο η Ελλάδα καλείται να αποπληρώσει 3,7 δις ευρώ. Χωρίς την βοήθεια των δανειστών η χώρα απειλείται με στάση πληρωμών».
Μετά το «όχι» των Ολλανδών στο δημοψήφισμα για την συμφωνία σύνδεσης ΕΕ-Ουκρανίας η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρεται σε σχόλιό της στον συμβολισμό του αποτελέσματος: «Ο θυμός των Ευρωπαίων έχει τη ρίζα του στην απογοήτευση. Στην οικονομική κρίση Έλληνες, Γερμανοί, Ιταλοί και Ολλανδοί αισθάνονται αδικημένοι, ενώ στην προσφυγική κρίση οι Γερμανοί πιστεύουν ότι έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Οι θέσεις των χωρών-μελών της ΕΕ είναι εκ διαμέτρου αντίθετες στην διαχείριση των δημοσιονομικών, της προσφυγικής κρίσης και την διασφάλιση των συνόρων. Από την πλευρά της η Κομισιόν, όση καλή θέληση κι αν επιδείξει δεν είναι σε θέση να τις γεφυρώσει. Όταν το 2004 η ΕΕ δέχθηκε στους κόλπους της δέκα νέα μέλη, η διεύρυνση πραγματοποιήθηκε χωρίς προηγουμένως να υπάρξει εμβάθυνση. Τις επιπτώσεις τις βλέπουμε σήμερα. Η ΕΕ δεν είναι πλέον σε θέση να συγκεράσει τα διαφορετικά συμφέροντα των χωρών-μελών και τους εθνικούς εγωισμούς τους».
Την ίδρυση πολιτικού κινήματος από τον γάλλο υπουργό Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν σχολιάζει η εφημερίδα Handelsblatt: «Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ο Εμανουέλ Μακρόν δεν τόνισε με τόσο σαφή τρόπο ότι δεν είανι μόνο το δεξί χέρι του προέδρου Ολάντ όταν επρόκειτο για μεταρρυθμίσεις ή οικονομική πολιτική. Ο υπουργός Οικονομίας διαβεβαιώνει ότι παραμένει πιστός στον πρόεδρο Ολάντ, τον οποίο και θεωρεί “αυτονόητα υποψήφιο της Αριστεράς στις προεδρικές του 2017”. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Διότι η δημοτικότητα του Ολάντ βρίσκεται στο ναδίρ και οι φωνές εκείνων που τάσσονται κατά μιας υποψηφιότητάς του στις επόμενες εκλογές γίνονται ολοένα και δυνατότερες. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα: Σε περίπτωση που ο συντηρητικός Αλέν Ζιπέ εκλεγεί πρόεδρος δεν αποκλείεται να επιλέξει πρωθυπουργό από την μετριοπαθή Αριστερά. Και ποιος θα ήταν πλέον κατάλληλος από τον Εμανουέλ Μακρόν».