Ποικίλλουν οι απόψεις που δημοσιεύονται σήμερα στον γερμανικό Tύπο για την έκβαση του προχθεσινού Eurogroup, αλλά κυρίως για την πολιτική που ασκούν ΕΕ και Ελλάδα από τις αρχές της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, μια εκτενέστατη ανάλυση δημοσιεύει σήμερα το Deutsche Wirtschafts Nachrichten, ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά γερμανικά πόρταλ. Σε αυτό ο καταξιωμένος οικονομικός συντάκτης Ρόνανλτ Μπάρατσον εξηγεί γιατί ο δρόμος που ακολουθεί η ΕΕ στο θέμα της Ελλάδας είναι λάθος: «Tην άνοιξη του 2010 ξεκίνησε στην ΕΕ η οικονομική εξυγίανση της Ελλάδας. Σήμερα οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας έχουν μειωθεί κατά 30%. Αυτό δεν λέγεται επιτυχημένη εξυγίανση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, συνεχίζουν στον ίδιο δρόμο. Γιατί δεν αξιοποιούνται τα δισεκατομμύρια άμεσα για τους Έλληνες;» διερωτάται ο αρθρογράφος και συνεχίζει με έναν καυστικό σχολιασμό:
«Με ενθουσιασμό διοργανώνουν, ειδικά οι υπουργοί Οικονομικών αλλά και οι επικεφαλής των κυβερνήσεων, βαρυσήμαντες συναντήσεις και κρίνουν με αξιοσημείωτη υπεροψία, δασκαλίστικα την ελληνική πολιτική. Αρκετές τέτοιες συναντήσεις αναμένονται τις επόμενες εβδομάδες. Σαν να μην ευθύνονται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τον κοινό δείκτη χρέους ύψους 87% που βρίσκεται πολύ υψηλοτέρα από το επιτρεπτό όριο του 59% του ΑΕΠ».
Ο συντάκτης αναλύει και τους λόγους για τους οποίους κατά τη γνώμη του η εξυγίανση της Ελλάδας απέτυχε. «Ο βασικός λόγος για την αποτυχία της εξυγίανσης της Ελλάδας είναι η λανθασμένη αντίληψη για την πολιτική λιτότητας και η έλλειψη μιας στρατηγικής ανάπτυξης που θα έπρεπε να δώσει στη χώρα μια προοπτική. Οι αλαζόνες υπουργοί των άλλων χωρών δεν μεταβιβάζουν όμως έτσι απλά τα δισεκατομμύρια, αλλά τολμούν να ισχυριστούν ότι οι Έλληνες είναι ανίκανοι να εισπράξουν φόρους και έστειλαν εργατικούς οικονομολόγους για να διδάξουν τους συναδέλφους τους. Οι υποτιθέμενοι ειδικοί όμως δεν μιλούσαν ελληνικά και έτσι γύρισαν πίσω.
Η δεύτερη αιτία της αποτυχίας ήταν και είναι τα χρηματικά εμβάσματα που εδώ και έξι χρόνια πλημμυρίζουν την Ελλάδα μαζί με κακές συμβουλές και μη αποτελεσματικούς όρους. Παρεμπιπτόντως οι αρχές της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης απαγορεύουν τέτοιου είδους κινήσεις, αλλά γι’ αυτό δεν ανησυχεί κανείς».
Με αφορμή την πρόσφατη δήλωση του γερμανού αντικαγκελάριου Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ότι η ελληνική οικονομία επανέρχεται στον δρόμο της ανάπτυξης, η εφημερίδα Kölner Stadt Anzeiger υπό τον τίτλο «Πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, μετά η έκπτωση» σχολιάζει: «Ο Γκάμπριελ κάνει λάθος. Η ελληνική οικονομία δεν αναπτύσσεται, αλλά συνεχίζει να συρρικνώνεται από τότε που κυβερνά ο Αλέξης Τσίπρας και ο συνασπισμός του από αριστερούς και δεξιούς λαϊκιστές. Με την αντιδραστική του στάση απέναντι στους πιστωτές ο Τσίπρας οδήγησε πέρσι τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας. Τη ζημιά κλήθηκαν να πληρώσουν οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι με το τρίτο πακέτο διάσωσης. Θα ήταν λάθος να επιβραβευτεί αυτή η ανεύθυνη πολιτική με μια ελάφρυνση χρέους. Αυτό θα ενθάρρυνε την κυβέρνηση Τσίπρα να καθυστερήσει περισσότερο τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να χαλαρώσει τα χρηματοοικονομικά χαλινάρια».
Η εφημερίδα Die Welt επαναφέρει μια γνώριμη εναλλακτική πρόταση λύσης για το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα: «Η Ελλάδα χρειάζεται επιτέλους ένα πρόγραμμα το οποίο θα ανταποκρίνεται στην οικονομική πραγματικότητα της χώρας, θα την υποχρεώνει να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χωρίς όμως να ασφυκτιά οικονομικά. Εάν όμως οι δανειοδότες δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε αυτό επειδή δεν μπορούν να το εξηγήσουν στον λαό, τότε η εναλλακτική θα ήταν μια αποχώρηση με ελεγχόμενο τρόπο από τη νομισματική ένωση. Διότι αυτό που επιδεικνύουν οι Ευρωπαίοι εδώ και χρόνια στο θέμα της Ελλάδας μπορεί να κρατάει τη νομισματική ένωση τεχνητά εν ζωή ταυτόχρονα, όμως χάνεται η κοινωνική υπόσταση του εγχειρήματος Ευρώπη».
Άρθρο της Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρεται στην αδικαιολόγητη ελαστικότητα των εταίρων απέναντι στην Ελλάδα. «Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αφού ο πρωθυπουργός Τσίπρας έκανε τα πάντα για να καταστρέψει την εμπιστοσύνη. Επί μήνες προσπάθησε να διχάσει τους πιστωτές και να τους καθυστερήσει προσπαθώντας να αποφύγει τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις».