H Wall Street Journal εξηγεί σε δημοσίευμά της γιατί το πραγματικό ελληνικό δράμα δεν είναι το ζήτημα του χρέους, αλλά οι μεταρρυθμίσεις.
«Η εξαετής οικονομική κρίση στη χώρα συχνά εμφανίζεται ως απόδειξη ότι η Ε.Ε. είναι ένας αντιδημοκρατικός νταής που αγαπά την λιτότητα. Το σημείο εκκίνησης για οποιαδήποτε συζήτηση είναι να αναγνωρίσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τα προβλήματα στην Ελλάδα φέρει η ίδια η χώρα, η οποία, στις δεκαετίες πριν από την κρίση, αγκάλιασε ένα καταστροφικά μη βιώσιμο οικονομικό μοντέλο και σε μεγάλο βαθμό αρνήθηκε να αλλάξει από τότε.Σ ίγουρα, έγιναν λάθη στο σχεδιασμό της πρώτης διάσωσης της χώρας, όπως σχολιάζει το δημοσίευμα της WSJ υπογραμμίζοντας ότι «θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα, αν όχι για την ευρωζώνη, αν η αναδιάρθρωση του χρέους είχε γίνει το 2010 και όχι το 2012», αναφέρει ξεκινώντας το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας.
Και συνεχίζει: «Και είναι αλήθεια ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος είναι απαιτητικοί, όπως συμβαίνει πάντα όταν μια χώρα είναι υποχρεωμένη να βασιστεί στους φορολογούμενους άλλων χωρών προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα χρέη της και να χρηματοδοτήσουν το κράτος της. Αλλά η Ελλάδα ήταν πάντα κυρίαρχη στο να διαλέγει πώς να χτυπήσει αυτούς τους στόχους… κι ένα μεγάλο μέρος της καταστροφής που εκτυλίχτηκε από τότε, πηγάζει από το πώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις άσκησαν την εξουσία. Για πολλές δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τα αριστερά και τα δεξιά δημιούργησαν ένα κατάφωρα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας και προστασίας σε ένα ευρύ φάσμα ομαδικών συμφερόντων… Η γενναία χρηματοδότηση έγινε μέσω απερίσκεπτου δανεισμού και με την επιβολή ολοένα και υψηλότερων φόρων σε μια ολοένα στενότερη βάση των φορολογουμένων. Όταν χτύπησε η κρίση, η Αθήνα δεν εγκατάλειψε αυτό το μοντέλο».
«Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν προτεραιότητα να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα και τους μισθούς έναντι των δαπανών για φάρμακα ή την διατήρηση βασικών υποδομών» αναφέρει ο συντάκτης και διερωτάται γιατί επέμειναν στην διατήρηση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο παρέχει βασικά εισοδήματα συνταξιοδότησης υψηλότερα από όσα δαπανώνται στην Γερμανία για την εκπαίδευση και την κατάρτιση.
«Για το λόγο αυτό, οι δανειστές κατάρτισαν ένα δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης το 2012 και προσπάθησαν να περιορίσουν την κρίση στην Ελλάδα… Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι πιστωτές έχουν προσπαθήσει να πείσουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις χρησιμοποιώντας το μόνο μοχλό που διαθέτουν έναντι της Αθήνας: την ικανότητά τους να παρακρατούν κεφάλαια διάσωσης, θέτοντας τη χώρα σε κίνδυνο… Ωστόσο, ακόμη και αυτή η πίεση δεν ήταν σε θέση να πείσει την Αθήνα να αλλάξει πορεία. Το σημερινό αδιέξοδο είναι η συνέχιση της ίδιας σύγκρουσης που οδήγησε στην πτώση της προηγούμενης συντηρητικής κυβέρνησης, σε δύο γενικές εκλογές και το δημοψήφισμα του περασμένου έτους. Αντιμέτωπη με το έλλειμμα του προϋπολογισμού που απορρέει από προηγούμενες πολιτικές της, η Αθήνα έχει επιμείνει για άλλον ένα γύρο των φορολογικών αυξήσεων που στοχεύουν στους πλούσιους», συνεχίζει η WSJ.
«Η διαφορά αυτή τη φορά είναι ότι ένας από τους κύριους πιστωτές της Ελλάδας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αρνείται να υπογράψει για το σχέδιο. Δεν πιστεύουν ότι οι προτεινόμενες πολιτικές της Ελλάδας θα αποφέρουν καρπούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους είναι ένα θέμα δευτερεύουσας σημασίας. Κανείς δεν σκέφτεται ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Κανείς δεν σκέφτεται πως η Αθήνα θα αποπληρώσει τα χρέη της τα επόμενα χρόνια. Oι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης αν και αυτή την εβδομάδα συμφώνησαν να ξεκινήσουν συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους, το θέμα αυτό τελικά θα συζητηθεί κάποια μία μέρα», συνεχίζει το δημοσίευμα.
«Το πραγματικό δράμα δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με δύο τρόπους: Είτε η Ελλάδα θα πρέπει επιτέλους να συμφωνήσει να εγκαταλείψει το αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο της είτε η Γερμανία πρέπει να εγκαταλείψει την εμμονή της για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα διάσωσης, επιτρέποντας στην ευρωζώνη να δώσει στην Αθήνα αρκετά χρήματα… με άλλα λόγια, να αναβάλει οποιαδήποτε μακροπρόθεσμη επίλυση της κρίσης», καταλήγει.