Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η ανακοίνωση της πρόθεσης της Άγκελα Μέρκελ να διεκδικήσει για τέταρτη φορά το θώκο της καγκελαρίας.
Εξ’ άλλου, όπως γράφει η Deutsche Welle, ο οριακός χρόνος που αποφάσισε να το γνωστοποιήσει, μόλις δέκα μήνες πριν τις εκλογές, δεν άφηνε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα να προτείνει εναλλακτική λύση, γιατί απλά εναλλακτική λύση δεν υπάρχει στον ορίζοντα.
Ο γερμανικός και ξένος τύπος επιχειρεί από χθες να αναλύσει όλες τις πτυχές της εξέλιξης αρχής γενoμένης από την Handelsblatt, η οποία επισημαίνει ότι η καγκελάριος δεν αποκάλυψε χθες την ατζέντα της. «Πώς θα κινηθεί στον προεκλογικό αγώνα, ποιες είναι οι απόψεις της, αυτό γίνεται σαφές από το στιλ διακυβέρνησής της: η Μέρκελ κατεβαίνει στον προεκλογικό αγώνα ως Μέρκελ, αυτή ήταν η κεντρική ιδέα στη χθεσινή συνέντευξη τύπου, η σκηνοθεσία της ως εγγυήτρια της ασφάλειας». Σε άλλο σημείο του ίδιου σχολίου ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι «ενώ άλλοι ερασιτέχνες της πολιτικής ανά τον κόσμο κερδίζουν πόντους με κούφια συνθήματα κατά του κατεστημένου η Μέρκελ θέλει να κερδίσει ποντάροντας στο κατεστημένο. Εμφανίζεται ως αντίπαλο δέος του Τραμπ. Και τα όσα υποστήριξε χθες ότι θέλει να κάνει προεκλογικό αγώνα διαφωνώντας όχι με μίσος αλλά, όπως γίνεται στους δημοκρατικούς κύκλους, με το αντίστοιχο ύφος, ηχούν καθησυχαστικά», παρατηρεί η εφημερίδα.
Η έγκυρη Frankfurter Allgemeine Zeitung επικροτεί την νέα υποψηφιότητα Μέρκελ αλλά με αστερίσκους. «Το ξέσπασμα κρίσεων συνέβαλε ώστε να θυμηθούν οι άνθρωποι στη Γερμανία αλλά και αλλού πόσο εκτιμάται η καγκελάριος ως ατάραχη διαχειρίστρια των κρίσεων, πριν καταστρέψει αυτήν τη φήμη της με την πολιτική διάσωσης της Ελλάδας, αλλά κυρίως με την φιλική προσφυγική πολιτική της», επισημαίνει. «Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις χρειάζεται και πάλι η μακροχρόνια εμπειρία της με πολύπλοκες καταστάσεις και προσωπικότητες από τότε που οι πολιτικές βεβαιότητες στην Ευρώπη και στην Αμερική τείνουν να εξαφανιστούν και η λαϊκιστική διεθνής με τους μαθητευόμενους μάγους παίρνει το μοχλό της εξουσίας στο χέρι και κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως μπορεί η Μέρκελ σε περίπτωση που ο Τραμπ περιτοιχίσει τις ΗΠΑ, να γίνει η νέα superwoman, η τελευταία υπερασπίστρια των δυτικών ελευθεριών, όπως όλο απογοήτευση έγραψαν οι New York Times μετά την εκλογική ήττα της Κλίντον;» αναρωτιέται η εφημερίδα της Φραγκφούρτης.
Ορισμένες απαντήσεις αντλούμε από το διεθνή τύπο. Η ισπανική εφημερίδα El Mundo συνηγορεί υπέρ της απόφασής της. «Η Μέρκελ είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη επιλογή για να συγκρατήσει τους ακροδεξιούς στη χώρα της. Επιπλέον, μπορεί να εγγυηθεί όχι μόνο την ισχύ της ΕΕ, αλλά και την υλοποίηση μιας πολιτικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας» επισημαίνει ο ισπανός αρθρογράφος. Και η ολλανδική de Volkrant υπερθεματίζει κατ’αρχήν. «Είναι η μόνη κατάλληλη να εκπροσωπήσει την Ευρώπη σε αυτήν την παράδοξη παγκόσμια πολιτική σκηνή λόγω της εμπειρίας της και του σεβασμού που χαίρει και επειδή γνωρίζει τον ‘ατίθασο’ γεωπολιτικό ρεαλισμό και δεν καλλιεργεί ανεδαφικές προσδοκίες», επισημαίνει για να υπενθυμίσει στη συνέχεια ότι «η Μέρκελ πήρε πρωτοβουλίες στις κρίσεις που αντιμετώπισαν οι Βρυξέλλες, στην ευρωκρίση, στο ουκρανικό και στο προσφυγικό που την ανέδειξαν σε βασίλισσα της Ευρώπης αλλά και σε κακιά μάγισσα» και καταλήγει: «Και οι τρεις λύσεις που προέκυψαν υπό γερμανική ηγεσία παρέμειναν ασταθείς, η τελευταία μάλιστα, η συμφωνία με τον Ερντογάν είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Αυτό θα ‘κολλήσει’ στη Μέρκελ και θα την μετατρέψει σε προσωποποίηση της κρίσης αξιοπιστίας, στην οποία βρίσκεται η ΕΕ».
Αλλά πως ακούγονται σε γερμανικά αυτιά όλοι αυτοί οι έπαινοι ακόμη κι αν ενυπάρχουν επικριτικές πινελιές; Την απάντηση διαβάζουμε στο σχόλιο της Süddeutsche Zeitung. «Προεκλογική εκστρατεία, με τη Μέρκελ ως παγκόσμια γυναίκα πολιτικός θα ήταν λάθος για το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα», διατείνεται ο αρθρογράφος της. «Ο Χέλμουτ Κολ, καγκελάριος της επανένωσης, εγγυητής του ευρώ και αργότερα επίτιμος πολίτης της Ευρώπης, κατέβηκε στις εκλογές του 1998 με το σύνθημα «Παγκόσμια πρωτιά για τη Γερμανία», και το αποτέλεσμα είναι γνωστό (…) Τελικά οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται περισσότερο για θέσεις εργασίες, σχολεία, εσωτερική και κοινωνική ασφάλεια».